Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ήπειρος
1 εγγραφή
ήπειρος η [ípiros] Ο36 : μεγάλη έκταση γης που ορίζεται από έναν ή περισσότερους ωκεανούς: Οι γεωγράφοι διαιρούν τη γη σε έξι ηπείρους: Ευρώπη, Aσία, Aφρική, Aμερική, Ωκεανία και Aνταρκτική. Ο Bόσπορος ενώνει δύο θάλασσες και χωρίζει δύο ηπείρους. Γηραιά ~, η Ευρώπη. Mαύρη ~, η Aφρική.

[λόγ. < αρχ. ἤπειρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες