Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ήλιο
19 εγγραφές [1 - 10]
ηλιο- [ilio & io] & ηλιό- [ilió & ió], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ηλι- [ili], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. ήλιος 1 ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα και τα παράγωγά τους· (πρβ. λιο- 1): 1. σε προσδιοριστικά σύνθετα, με αναφορά: α. στο ουράνιο σώμα: ~βασίλεμα, ~μαντεία, ~φώτιστος. β. στο φως, την ακτινοβολία, τη θερμότητα του ήλιου: ~θεραπεία, ~καμένος, ηλιόλουστος, ηλιόλουτρο. || ηλιαχτίδα. 2. σε αντικειμενικά σύνθετα: ~γράφος, ~λάτρης, ηλιόμετρο, ηλιόφιλος, ~φοβία, ~χαρής.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἡλι(ο)- θ. του ουσ. ἥλιο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἡλιο-ειδής `φωτεινός σαν τον ήλιο΄, ελνστ. ἡλιο-τρόπιον & διεθ. helio- < αρχ. ἡλιο-: ηλιο-γράφος < διεθ. helio- + -graph]

ηλιοβασίλεμα το [ilovasílema] Ο49 : η δύση του ήλιου· το λιόγερμα: Πάμε στην ακρογιαλιά να δούμε το ~ . || η ώρα που βασιλεύει, που δύει ο ήλιος: Κατά το ~ θα φτάσουμε στο χωριό.

[μσν. ηλιοβασίλευμα(ν) με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < ήλιο- + βασίλευμα(ν) δες στο βασίλεμα2]

ηλιογράφος ο [ilioγráfos] Ο18 : αστρονομικό όργανο για τη μέτρηση της ηλιοφάνειας.

[λόγ. < διεθ. helio- = ηλιο- + -graph = -γράφος]

ηλιοθεραπεία η [iloθerapía] Ο25 : έκθεση του σώματος στον ήλιο συνήθ. για μαύρισμα, αλλά και για θεραπευτικούς σκοπούς: Kάθε μέρα έπαιρνε την ψάθα του και κατέβαινε στην αμμουδιά για ~.

[λόγ. < γαλλ. hélio thérapie < hélio- = ηλιο- + -thérapie = -θεραπεία]

ηλιοκαμένος -η -ο [ilokaménos] Ε3 : που το δέρμα του έχει πάρει από τον ήλιο ένα ωραίο σκούρο, μελαψό χρώμα, που έχει μαυρίσει από τον ήλιο· ηλιοψημένος.

[ηλιο- + καμένος μππ. του καίω)]

ηλιοκεντρικός -ή -ό [iliokendrikós] Ε1 : που θεωρεί τον ήλιο ως κέντρο του ηλιακού συστήματος ή όλου του σύμπαντος· (πρβ. γεωκεντρικός): Hλιοκεντρικό σύστημα, το αστρονομικό σύστημα του Kοπέρνικου που έδειξε ότι ο ήλιος είναι το κέντρο του πλανητικού μας συστήματος.

[λόγ. < διεθ. helio- = ηλιο- + centr- < αρχ. κέντρ(ον) -ic = -ικός]

ηλιόλουστος -η -ο [ilólustos] Ε5 : που φωτίζεται από άφθονο ηλιακό φως, που είναι σαν να λούζεται από τον ήλιο: Hλιόλουστο σπίτι. Hλιόλουστα σαββατοκύριακα. Mια ηλιόλουστη μέρα του Γενάρη.

[λόγ. ηλιο- + λουσ- (λούζω) -τος μτφρδ. γαλλ. baigné par le soleil ή αγγλ. sunbathed]

ήλιον το [ílion] & ήλιο το [ílio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στα ευγενή αέρια.

[λόγ. < νλατ. helium < αρχ. ἥλι(ος) -um = -ον επειδή παρατηρήθηκε στην ατμόσφαιρα του Ήλιου· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα ουδ. σε -ο]

ήλιος 1 ο [íos] Ο18 γεν. και ηλίου : 1α. φωτεινό ουράνιο σώμα που αποτελεί το κέντρο του πλανητικού συστήματος στο οποίο ανήκει και η γη: H Γη στρέφεται γύρω από τον άξονά της και γύρω από τον Ήλιο. Έκλειψη ηλίου. Kαυτός / λαμπερός / μεσημεριανός ~. Ο ~ ζεσταίνει / θερμαίνει / καίει / λάμπει. Ο ~ του μεσονυχτίου, φυσικό φαινόμενο των πολικών περιοχών. Aνατολή / δύση ηλίου. Οι ακτίνες του ήλιου. Bγήκε / βασίλεψε ο ~. H χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, η Iαπωνία. || η γραφική παράσταση του ήλιου. || (μτφ.) σε ένδειξη μεγαλοπρέπειας και μεγαλείου: Ο βασιλιάς Ήλιος, ο Λουδοβίκος IΔ'. β. (αστρον.) κάθε ουράνιο σώμα που αποτελεί το κέντρο ενός πλανητικού συστήματος. 2. η ακτινοβολία, το φως, η θερμότητα του ήλιου και το μέρος που το φωτίζει και το θερμαίνει ο ήλιος: Tο σπίτι έχει πολύ ήλιο / το λούζει ο ~. Kάθεται με τις ώρες στον ήλιο, για να μαυρίσει. M΄ έκαψε ο ~. Γυαλιά ηλίου. Tον ζάλισε ο ~. Πριν πέσει ο ~, πριν από τη δύση του. ΦΡ ~ με δόντια, για χειμωνιάτικη ηλιόλουστη αλλά παγερή μέρα. δεν έχει στον ήλιο μοίρα, δεν έχει κανένα στήριγμα, καμιά προστασία στη ζωή. μια θέση* στον ήλιο. ζει πίσω από τον ήλιο, απομονωμένος, μακριά από τον κόσμο. (λόγ.) ηλίου φαεινότερον*. (γνωμ.) ο ύπνος* τρέφει το παιδί κι ο ~ το μοσχάρι…

[αρχ. ἥλιος]

ήλιος 2 ο : το φυτό ηλίανθος.

[< ήλιος 1, επειδή μοιάζει στο σχήμα και στρέφεται προς αυτόν]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες