Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έντεκα
5 εγγραφές [1 - 5]
ενδεκα- [enδeka] & εντεκα- [endeka] & ενδεκά- [enδeká] ή εντεκά- [ende ká], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο έχει έντεκα από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μελής, ~σύλλαβος, εντεκάτομος, ενδεκάχορδος. β. το προσδιοριζόμενο διαρκεί επί έντεκα συνεχείς χρονικές μονάδες (που εκφράζονται από το β' συνθετικό): ~ετής, εντεκαήμερος· εντεκάχρονος, για πρόσωπο με ηλικία έντεκα χρόνων. γ. γίνεται, είναι ή επαναλαμβάνεται έντεκα φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· ~πλάσιος, εντεκαπλασιάζω.

[λόγ. < αρχ. ἑνδεκα- (προφ. [nd] ) < αριθμτ. ἕνδεκα ως α' συνθ.: αρχ. ἑνδεκά-μηνος `έντεκα μηνών΄, ελνστ. ἑνδεκα-σύλλαβος· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το ένδεκα > έντεκα]

ενδεκάχρονος -η -ο [enδekáxronos] & εντεκάχρονος -η -ο [endekáxro nos] Ε5 : 1.που έχει ηλικία έντεκα ετών: Εντεκάχρονος μαθητής. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας έντεκα ετών. 2. που διαρκεί έντεκα χρόνια: Γύρισε στην πατρίδα ύστερα από ενδεκάχρονη παραμονή στο εξωτερικό.

[λόγ. ενδεκα-, εντεκα- + -χρονος]

έντεκα [éndeka] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από έντεκα (11) μονάδες: ~ χιλιάδες / σελίδες. Tο βιβλίο χωρίζεται σε ~ κεφάλαια. || (αντί του τακτικού ενδέκατος): Γεννήθηκε στις ~ Οκτωβρίου. Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα ~, στην ενδέκατη σελίδα. Στις ~ το πρωί. ΠAΡ Ο μήνας που τρέφει* τους ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα ~. Aυτό το γραπτό παίρνει ~ / είναι για ~. 2. (ως ουσ.) το έντεκα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο φορές το ~ κάνει είκοσι δύο. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό έντεκα: Ο ασθενής / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο θάλαμο έντεκα. γ. το ~ (΄11), αντί 1911: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία έντεκα (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.

[αρχ. ἕνδεκα (προφ. [nd] )]

εντεκάδα η [endekáδa] & ενδεκάδα η [enδekáδa] Ο26 : σύνολο από έντεκα μονάδες. || (ειδικότ.) οι έντεκα παίχτες ποδοσφαιρικής ομάδας.

[λόγ. < αρχ. ἑνδεκάς, αιτ. -άδα & προσαρμ. στη δημοτ. κατά το ένδεκα > έντεκα]

εντεκάρι το [endekári] Ο44 : σύνολο από έντεκα ομοειδείς μονάδες. 1α. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, έντεκα. 2. (ως επίθ.) για τυποποιημένο μέγεθος: Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα εντεκάρια. 3. η επιτυχία έντεκα προβλέψεων στο προπό: Έπιασε ~. εντεκαράκι το YΠΟKΟΡ.

[έντεκ(α) -άρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες