Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνθρακας
2 εγγραφές [1 - 2]
άνθρακας ο [ánθrakas] Ο5 : 1α.(χωρίς πληθ.) αμέταλλο χημικό στοιχείο που βρίσκεται άφθονο στη φύση σε μορφή ενώσεων και αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της ζωικής ύλης: H οργανική χημεία μελετάει τις ενώσεις του άνθρακα. Mονοξείδιο / διοξείδιο του άνθρακα. Kρυσταλλικός / ατμοσφαιρικός ~. Ενώσεις / ιδιότητες / ισότοπα του άνθρακα. || ~ 14 ή ενεργός ~, που χρησιμοποιείται για τη χρονολόγηση αρχαιολογικών, παλαιοντολογικών κτλ. ευρημάτων. β. σε χημικές ενώσεις του άνθρακα: Tετραχλωριούχος / θειούχος ~. 2. στερεό καύσιμο που περιέχει άνθρακα σε μεγάλη ποσότητα· κάρβουνο: Ο ~ είναι η πιο παλιά καύσιμη ύλη της βιομηχανίας. Ορυκτός ~, γαιάνθρακας, λιθάνθρακας, πετροκάρβουνο. Tεχνητός ~, ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο. ΦΡ λευκός ~, οι υδατοπτώσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κινητήρια δύναμη. άνθρακες ο θησαυρός, για αποτέλεσμα που δεν ανταποκρίνεται στις ελπίδες ή στις προσδοκίες μας. 3α. μολυσματική αρρώστια των ζώων που μεταδίδεται και στον άνθρωπο: Εμπύρετος / συμπτωματικός ~. β. διάφορες αρρώστιες των φυτών που προκαλούνται από μύκητες· ανθράκωση: ~ της αμπέλου / της ελιάς / των εσπεριδοειδών / των σιτηρών

[λόγ.: 2: αρχ. ἄνθραξ, αιτ. -ακα· 1: σημδ. γαλλ. carbone· 3: σημδ. αγγλ. anthrax (στη νέα σημ.) < λατ. anthrax < αρχ. ἄνθραξ στη σημ.: `καλόγερος 2΄]

ανθρακασβέστιο το [anθrakazvéstio] Ο42 : (χημ.) ανόργανη ένωση άνθρακα και ασβεστίου.

[λόγ. ανθρακ(ο)- + ασβέστιον μτφρδ. γαλλ. carbure de calcion]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες