Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άζωτο
2 εγγραφές [1 - 2]
άζωτο το [ázoto] Ο40 : χημικό στοιχείο αέριο, άχρωμο και άοσμο, που αποτελεί τα τέσσερα πέμπτα του ατμοσφαιρικού αέρα: Tο ~ θεωρήθηκε αρχικά ακατάλληλο για τη ζωή και γι΄ αυτό ονομάστηκε έτσι.

[λόγ. < γαλλ. azot(e) -ον < a- = α- 1 + “αρχ.” ζωτ- (ζωή), αντί π.χ. άζωον, επειδή “δεν επιτρέπει την αναπνοή” (πρβ. ελνστ. ἄζωτον `χωρίς ζωή΄)]

αζωτούχος -ος / -α -ο [azotúxos] Ε14 : που περιέχει άζωτο: Aζωτούχες ουσίες. Aζωτούχα λιπάσματα. Aζωτούχες χημικές ενώσεις. Aζωτούχα οξείδια.

[λόγ. άζωτ(ον) + -ούχος μτφρδ. γαλλ. azoté]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες