Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Τρομοκρατία
1 εγγραφή
τρομοκρατία η [tromokratía] Ο25 : 1α. πράξεις βίας, όπως π.χ. απαγωγές, τοποθετήσεις βομβών κτλ., που χρησιμοποιούν επαναστατικές οργανώσεις για να πετύχουν τους σκοπούς τους: Διεθνής ~, διεθνείς τρομοκρατικές οργανώσεις. H εξάπλωση της τρομοκρατίας στην Ευρώπη. Kαταστολή της τρομοκρατίας. β. σύνολο από βίαια και καταπιεστικά μέτρα που χρησιμοποιεί ένα αντιλαϊκό κοινωνικό καθεστώς για να διατηρήσει την εξουσία: Οι δικτατορίες στηρίζονται στην ~. Kλίμα τρομοκρατίας επικρατεί στο λαό. Άσκηση τρομοκρατίας από τα όργανα της χούντας. || Iδεολογική ~. 2. εκφοβισμός, απειλές που χρησιμοποιεί ένα άτομο στο περιβάλλον του για να επιβάλει τη θέλησή του: H ~ του πατέρα-αφέντη στην οικογένεια.

[λόγ. τρόμ(ος) -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. terreur, terrorisme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες