Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σεπτέμβριος
1 εγγραφή
Σεπτέμβριος ο [septémvrios] Ο19 : ο ένατος μήνας του έτους.

[λόγ. < ελνστ. Σεπτέμβριος < λατ. Septembr- (September) -ιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες