Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σατανάς
1 εγγραφή
σατανάς ο [satanás] Ο1 : 1. Σατανάς, αρχηγός των δαιμόνων στην εβραϊκή και στη χριστιανική παράδοση· ονομασία του διαβόλου στην Aγία Γρα φή. || το πνεύμα του κακού: Έχει το Σατανά μέσα του! ΦΡ ύπαγε οπίσω μου Σατανά / πίσω μου σ΄ έχω Σατανά, για αποτροπή ενός πειρασμού. 2. (μτφ.) για κπ. που ενεργεί κάτω από την επίδραση του Σατανά και για αυτό είναι ύπουλος και καταχθόνιος ή εξαιρετικά έξυπνος και πονηρός: Φυλάξου απ΄ αυτόν γιατί είναι ~. Aυτή η γυναίκα είναι σωστός ~. || για μικρό παιδί πολύ ζωηρό και σκανταλιάρικο: Aυτός ο ~ ο γιος σου, τα κατάφερε πάλι. Ήρθαν οι μικροί σατανάδες.

[ελνστ. Σατανᾶς < Σατᾶν -ᾶς < εβρ. sātān `αντίπαλος, διάβολος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες