Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ιδιωτεία*
1 εγγραφή
ιδιωτεία η [iδiotía] Ο25 : (ψυχιατρ.) πλήρης διανοητική ανεπάρκεια· ηλιθιότητα, βλακεία.

[λόγ. < αρχ. ἰδιωτεία `ιδιωτική ζωή μακριά από δημόσια απασχόληση, έλλειψη μόρφωσης΄ κατά τη σημ. του ιδιώτης 2, σημδ. γαλλ. idiotie < idiot = ιδιώτης 2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες