Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "αβλαστολόγητος -η -ο"
αβλαστολόγητος -η -ο [avlastolójitos] E5 : (για φυτά) που δεν τον βλαστολόγησαν: Aβλαστολόγητο αμπέλι.

[α- 1 βλαστολογη- (βλαστολογώ) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες