Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "πικρίζω" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πικρίζω [pikrízo] -ομαι P2.1 : 1. έχω πικρή γεύση, είμαι (κάπως) πικρός: Oι ελιές πικρίζουν (κάπως). 2. αποκτώ πικρή γεύση, γίνομαι (κάπως) πικρός: Tο λάχανο, όταν μένει κομμένο χωρίς να φαγωθεί, πικρίζει. 3. κάνω κτ. να έχει πικρή γεύση, να είναι πικρό. 4. (παθ.) νιώθω τη γεύση του πικρού.
[ελνστ. πικρίζω]