Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "πικρίζω"
πικρίζω [pikrízo] -ομαι P2.1 : 1. έχω πικρή γεύση, είμαι (κάπως) πικρός: Oι ελιές πικρίζουν (κάπως). 2. αποκτώ πικρή γεύση, γίνομαι (κάπως) πικρός: Tο λάχανο, όταν μένει κομμένο χωρίς να φαγωθεί, πικρίζει. 3. κάνω κτ. να έχει πικρή γεύση, να είναι πικρό. 4. (παθ.) νιώθω τη γεύση του πικρού.

[ελνστ. πικρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες