Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "αβάντα"
αβάντα η [avánda] O25α : 1α.(προφ.) πλεονέκτημα: Aυτή η δουλειά έχει πολλές αβάντες. β. κέρδος, όφελος που συνήθ. προέρχεται από επιλήψιμη διαδικασία· μίζα: Άμα σου τελειώσω τη δουλειά, τι ~ θα πάρω; 2. (σπάν.) υποστήριξη συνήθ. έμμεση, μέσο, αβάντζα: Eίχε ~ και μπήκε στη Σχολή. 3. (θέατρ.) σύνολο γνωρισμάτων ρόλου ή παράστασης που σκοπεύουν στο να προσελκύσουν το κοινό με εξωτερικά, συνήθ. φανταχτερά μέσα.

[παλ. ιταλ. avant(are) ή βεν. vant(arse) `καυχιέμαι΄ (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες