Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αλμπίνος" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλμπίνος ο [albínos] O18 θηλ. αλμπίνα [albína] O25 : αυτός που πάσχει από αλμπινισμό.
[λόγ. < γαλλ. albinos < ισπαν. albinos < πληθ. του albino (negros albinos για νέγρους με ασπριδερό χρώμα), με μετακ. τόνου κατά το σχ. του λατ. τον.· λόγ. αλμπίν(ος) -α]