Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αγάντα" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγάντα [aγánda] (άκλ.) : (ναυτ.) παράγγελμα που αντιστοιχεί στην έκφραση με όλη τη δύναμη: ~ τα κουπιά. || ~ το φόρτωμα, στήριξε το φορτίο που γέρνει. || ~, παλικάρι!, υπομονή, κουράγιο. || (ως ουσ.) ΦP κάνω ~, καταβάλλω μεγάλη δύναμη.
[αγαντ(άρω)1 -α (αναδρ. σχημ.)]