Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "άβροχος -η -ο"
άβροχος -η -ο [ávroxos] E5 : 1.(για μήνα, εποχή κτλ.) που κατά τη διάρκειά του δεν έχει βρέξει ή δε βρέχει συνήθ.: ~ μήνας. ~ καιρός. Tο καλοκαίρι πέρασε άβροχο. ΠAP M΄ άβροχο Φλεβάρη, λιγοστό σιτάρι. Aύγουστος ~, μούστος άμετρος. 2. που δε βράχηκε, άβρεχτος. (λόγ.) ΦP αβρόχοις ποσί, χωρίς κόπο, χωρίς προσπάθεια.

[αρχ. ἄβροχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες