Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αβουλία" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβουλία η [avulía] O25 : 1.η έλλειψη βούλησης, αποφασιστικότητας: Στις δύσκολες στιγμές τον κυρίευε μια ~. Διακρινόταν πάντα για την αδράνεια και την ~. 2. (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απουσία βουλητικής ενέργειας.
[λόγ. < αρχ. ἀβουλία]