Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "αβουλία"
αβουλία η [avulía] O25 : 1.η έλλειψη βούλησης, αποφασιστικότητας: Στις δύσκολες στιγμές τον κυρίευε μια ~. Διακρινόταν πάντα για την αδράνεια και την ~. 2. (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απουσία βουλητικής ενέργειας.

[λόγ. < αρχ. ἀβουλία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες