Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αβοήθητος -η -ο" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβοήθητος -η -ο [avoíθitos] E5 : που δεν τον βοήθησε, δεν τον υποστήριξε κανένας: Πέθανε ο άντρας της κι έμεινε μόνη και αβοήθητη, απροστάτευτη. Έβλεπαν τον άνθρωπο να πνίγεται κι όμως τον άφησαν αβοήθητο.
αβοήθητα EΠIPP. [ελνστ. ἀβοήθητος, αρχ. σημ.: `που δε θεραπεύεται΄]