Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "αβοήθητος -η -ο"
αβοήθητος -η -ο [avoíθitos] E5 : που δεν τον βοήθησε, δεν τον υποστήριξε κανένας: Πέθανε ο άντρας της κι έμεινε μόνη και αβοήθητη, απροστάτευτη. Έβλεπαν τον άνθρωπο να πνίγεται κι όμως τον άφησαν αβοήθητο. αβοήθητα EΠIPP.

[ελνστ. ἀβοήθητος, αρχ. σημ.: `που δε θεραπεύεται΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες