Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπόψη
3 εγγραφές [1 - 3]
υπόψη [ipópsi] επίρρ. : με γενική αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας· για κτ. που έχω στο μυαλό μου, στη σκέψη μου, στις προθέσεις μου· συνήθ. στις εκφράσεις έχω ~ μου: α. θυμάμαι: Mην ανησυχείς, το έχω ~ μου. Nα το έχετε πάντα ~ σας. β. ξέρω, γνωρίζω: Έχεις ~ σου τις συνέπειες; Δεν έχω τίποτε ~ μου για την περίπτωσή του, δεν ξέρω τίποτε, δεν έχω ιδέα. γ. σκοπεύω, σχεδιάζω: Έχεις ~ σου να τον συναντήσεις; Έχω ~ μου να τους ειδοποιήσω. παίρνω / λαμβάνω ~ (μου), υπολογίζω, λογαριάζω, προσέχω, αποδίδω σημασία σε κτ.: Δε θα το πάρω καθόλου ~ μου. Θα ληφθεί ~ η γνώση μιας ξένης γλώσσας. Λάβε ~ σου ότι… Πρέπει να λάβουμε ~ μας και την οικονομική του κατάσταση. Kαλά τα κατάφερε, αν λάβεις ~ σου τις δυνατότητές του. θέτω κτ. ~ κάποιου, γνωστοποιώ κτ. σε κπ., τον ενημερώνω, του επισημαίνω κτ.: Σας θέτω ~ ότι… || (ως ουσ., προφ.) τα υπόψη, συνήθ. στην έκφραση στα ~, αυτά με τα οποία έχω σκοπό να ασχοληθώ: Θα το έχω στα ~.

[λόγ. μεταπλ. του υπόψ(ιν) κατά τα άλλα θηλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

υποψήφιος -α -ο [ipopsífios] Ε6 : 1.που επιδιώκει να καταλάβει ένα αξίωμα συμμετέχοντας σε εκλογή με ψηφοφορία: ~ δήμαρχος / βουλευτής. 2. που παίρνει μέρος σε ένα διαγωνισμό ή που περνάει από μια κρίση, με σκοπό να καταλάβει μία συγκεκριμένη θέση: ~ φοιτητής. ~ διευθυντής. 3. που βρίσκεται στο προστάδιο για την πραγμάτωση ενός στόχου που επιθυμεί και επιδιώκει: Yποψήφιοι αγοραστές. Yποψήφιες μητέρες. Είναι ένας ~ συγγραφέας. ~ γαμπρός. || (ως ουσ.) ο υποψήφιος, θηλ. υποψήφια: Tο κόμμα κατεβάζει υποψηφίους σε όλη την επικράτεια. Θα κατέβει ~; Οι θέσεις είναι περισσότερες από τους υποψηφίους. Φροντιστήριο για υποψηφίους, για σπουδαστές που θα διαγωνιστούν για μια θέση στις ανώτατες σχολές.

[λόγ.: 1: ελνστ. ὑποψήφιος· 2: σημδ. γαλλ. candidat· 3: σημδ. αγγλ. aspirant (συν. του candidate)]

υποψηφιότητα η [ipopsifiótita] Ο28 : το να θέτει κάποιος τον εαυτό του στην κρίση των άλλων ή σε εκλογή με ψηφοφορία, με σκοπό την κατάλη ψη ενός αξιώματος, μιας θέσης κτλ.: Θέτω / βάζω ~ για δήμαρχος / για βουλευτής / για νομάρχης. Kαταθέτω ~. Aποσύρω την υποψηφιότητά μου. Δεν υπήρξαν πολλές υποφηφιότητες, πολλοί υποψήφιοι. Aναγγέλθηκε η ~ του τάδε.

[λόγ. υποψήφι(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. candidature]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες