Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονογενή
2 εγγραφές [1 - 2]
μονογενής 1 -ής -ές [monojenís] Ε10 : (λόγ.) ~ υιός, ο μοναχογιός. ~ κόρη, η μοναχοκόρη. Ο ~ υιός του Θεού, ο Xριστός.

[λόγ. < ελνστ. μονογενής, αρχ. σημ.: `μοναδικό μέλος ενός γένους΄]

μονογενής 2 -ής -ές : (βοτ.) μονογενές άνθος, που έχει μόνο στήμονες ή μόνο ύπερο.

[λόγ. < διεθ. mono- = μονο- + αρχ. γέν(ος) -ής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες