Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέδουσα
1 εγγραφή
μέδουσα η [méδusa] Ο27 : 1. ασπόνδυλο θαλασσινό ζώο που το σώμα του μοιάζει με ομπρέλα, ενώ το άγγιγμά του προκαλεί κνησμό, ερεθισμό στο ανθρώπινο δέρμα· (πρβ. τσούχτρα): Mην κολυμπάτε εκεί· έχει μέδουσες. 2. Mέδουσα, ονομασία τέρατος της ελληνικής μυθολογίας με μαλλιά από φίδια.

[λόγ.: 2: αρχ. Mέδουσα· 1: σημδ. γαλλ. méduse (στη νέα σημ.) < λατ. Medusa < αρχ. Μέδουσα (με βάση την οπτική ομοιότητα των πλοκάμων του ζώου)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες