Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεχριμπαρένιος -α -ο [kexribaré
os] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από κεχριμπάρι: Kεχριμπαρένιο κολιέ. Kεχριμπαρένιο κομπολόι. Kεχριμπαρένιες χάντρες. || που έχει το χρώμα του κεχριμπαριού: Ρετσίνα κεχριμπαρένια. [κεχριμπάρ(ι) -ένιος]