Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγάλλομαι
1 εγγραφή
αγάλλομαι [aγálome] Ρ1β (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αγαλλιάζω: Tο πνεύμα του αγάλλεται, καθώς αναπολεί τα λόγια του μεγάλου ποιητή. Οι ουρανοί αγάλλονται.

[ελνστ. ἀγάλλομαι, αρχ. σημ.: `είμαι έξαλλος από χαρά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες