Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγάλλομαι [aγálome] Ρ1β (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αγαλλιάζω: Tο πνεύμα του αγάλλεται, καθώς αναπολεί τα λόγια του μεγάλου ποιητή. Οι ουρανοί αγάλλονται.
[ελνστ. ἀγάλλομαι, αρχ. σημ.: `είμαι έξαλλος από χαρά΄]