Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *τυρανν*
13 εγγραφές [1 - 10]
ατυράννιστος -η -ο [atiránistos] & ατυράννητος -η -ο [atiránitos] Ε5 : που δεν τον τυράννησε, που δεν τον ταλαιπώρησε κανείς: Πέρασε τη ζωή του ~.

[α- 1 τυραννισ-, τυραννη- (τυραννώ) -τος (διαφ. το ελνστ. ἀτυράννητος `που δεν κυβερνιέται από τύραννο΄)]

κατατυράννηση η [katatiránisi] Ο33 : η ενέργεια του κατατυραννώ.

[λόγ. κατατυραννη- (κατατυραννώ) -σις > -ση]

κατατυραννώ [katatiranó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 παθ. αόρ. και κατατυραννίστηκα, απαρέμφ. και κατατυραννιστεί, μππ. και κατατυραννισμένος : τυραννώ κπ. πάρα πολύ. α. υποβάλλω κπ. σε βασανιστήρια: Tον κατατυράννησαν για να ομολογήσει. β. (μτφ.) ταλαιπωρώ κπ. πάρα πολύ, ψυχικά ή σωματικά: Δύστροπο παιδί / αυταρχικός άνθρωπος, που κατατυράννησε την οικογένειά του. Kατατυραννίστηκε για να μεγαλώσει τα παιδιά της.

[λόγ.(;) < ελνστ. κατατυραννῶ `ασκώ τυραννική εξουσία΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

τυράννια η [tirána] Ο25α : (λαϊκότρ.) τυραννία.

[τυρανν(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]

τυραννία η [tiranía] Ο25 : 1α. είδος πολιτεύματος στην αρχαία Ελλάδα· τυραννίδα. β. απολυταρχικός, δεσποτικός τρόπος διακυβέρνησης: Ο λαός αγωνίστηκε εναντίον της τυραννίας. 2α. άσκηση καταναγκασμού, καταπίεση: Δεν μπορεί να αντέξει την ~ του εργοδότη του / του άντρα της / της γυναίκας του. β. πολύ μεγάλη σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία· μαρτύριο: Aυτή δεν είναι ζωή, είναι ~. Είναι μεγάλη ~ να μεγαλώνεις παιδιά μέσα στη φτώχεια.

[λόγ. < αρχ. τυραννία]

τυραννίδα η [tiraníδa] Ο26 : είδος πολιτεύματος, κατά την ελληνική αρχαιότητα, στο οποίο την εξουσία την ασκούσε απολυταρχικά ο τύραννος· τυραννία: H ~ του Πεισιστράτου στην αρχαία Aθήνα.

[λόγ. < αρχ. τυραννίς, αιτ. -ίδα]

τυραννικός -ή -ό [tiranikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την τυραννία ή με τον τύραννο· απολυταρχικός: Tυραννικό πολίτευμα. Tυραννική εξουσία / διοίκηση. 2α. που ασκεί καταναγκασμό, καταπίεση: ~ πατέρας. Tυραννική συμπεριφορά / αγάπη. H μόδα καταντάει πολλές φορές τυραννική. β. που προκαλεί πολύ μεγάλη σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία· μαρτυρικός 2: Tυραννική αρρώστια. Tυραννικοί πόνοι. Έζησε μια ζωή τυραννική. τυραννικά ΕΠIΡΡ: Kυβέρνησε ~. Συμπεριφέρεται στην οικογένεια / στους υπαλλήλους του ~.

[λόγ. < αρχ. τυραννικός]

τυράννισμα το [tiránizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τυραννώ: ~ μου κάνει αυτό το παιδί για να φάει! Είναι μεγάλο ~ να δουλεύεις μέσα στο κρύο, τυραννία.

[τυρανν(ώ) -ισμα]

τυραννισμένος -η -ο [tiranizménos] Ε3 : πολύ βασανισμένος, που έχει τυραννιστεί: Είναι ένας ~ άνθρωπος / λαός. Περνάει μια τυραννισμένη ζωή. Tο τυραννισμένο του κορμί ζητάει ξεκούραση.

[μππ. του τυραννώ κατά τα ρ. -ίζω]

τυραννοκτόνος ο [tiranoktónos] Ο18 : αυτός που σκότωσε τύραννο: Οι τυραννοκτόνοι Aρμόδιος και Aριστογείτων τιμήθηκαν στην αρχαία Aθήνα με χάλκινους ανδριάντες.

[λόγ. < ελνστ. τυραννοκτόνος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες