Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ίας [ías] : επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά με ρηματική συνήθ. προέλευση· δηλώνει το πρόσωπο που έχει ή κάνει κτ. σχετικό με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (αίσθημα) αισθηματίας, (έγκλημα) εγκληματίας, (εισόδημα) εισοδηματίας, (επάγγελμα) επαγγελματίας, (κτήμα) κτηματίας. || (συχνά με μειωτική σημασία): (αντίρρηση) αντιρρησίας, (δήλωση) δηλωσίας, (κατάληψη) καταληψίας, (κίνημα) κινηματίας, (πραξικόπημα) πραξικοματίας. || εφαψίας.
[λόγ. < αρχ. -ίας μετον. επίθημα ουσιαστικών συχνά με περιπαιχτική χρήση για να τονιστεί κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ως ονομασία ανθρώπων ή ζώων, ως τεχνικός όρος ή και ως χαϊδευτικό: αρχ. πωγων-ίας `μουσάτος΄, Λοξ-ίας (< λοξός, επίθ. του Aπόλλωνα, επειδή δε χρησμοδοτούσε “στα ίσια”), ελνστ. καυχηματ-ίας `καυχησιάρης΄, αρχ. ξιφ-ίας (ψάρι με μύτη σαν ξίφος), καρχαρ-ίας (< κάρχαρος `με δόντια σαν πριόνι΄), Nικ-ίας (χαϊδευτικό < Nικόμαχος)]