Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *χασμ*
570 εγγραφές [1 - 10]
-άκιki] : υποκοριστικό επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων: 1. κυρίως από ουσιαστικά· (πρβ. -αδάκι, -αλάκι, -ουδάκι, -αράκι): (αρνί) αρνάκι, (δωμάτιο) δωματιάκι, (λουλούδι) λουλουδάκι, (μαρούλι) μαρουλάκι, (μπλούζα) μπλουζάκι, (μπουκάλι) μπουκαλάκι, (ντολμάς - ντολμάδες) ντολμαδάκι, (παράθυρο) παραθυράκι, (τετράδιο) τετραδιάκι, (τσάντα) τσαντάκι. || από ουσιαστικά ξένης προέλευσης που δεν έχουν προσαρμοστεί στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής: (ταγέρ) ταγεράκι, (τρανζίστορ) τρανζιστοράκι. || συντελεί σε μια επιεικέστερη ή ευγενικότερη διατύπωση ή παράκληση μειώνοντας την αξία, την ένταση, τη σοβαρότητα, τη δυσκολία κτλ. που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (αστείο) αστειάκι, (βάψιμο - βαψίματα) βαψιματάκι, (έξι - εξάρι) εξαράκι, (κάταγμα - κατάγματα) καταγματάκι, (κλάμα - κλάματα) κλαματάκι, (ξύσιμο - ξυσίματα) ξυσιματάκι, (οχτώ - οχτάρι) οχταράκι, (πείραγμα - πειράγματα) πειραγματάκι, (τηλεφώνημα - τηλεφωνήματα) τηλεφωνηματάκι, (χατίρι) χατιράκι, (ψέμα - ψέματα) ψεματάκι. || συχνά από ουσιαστικοποιημένα επίθετα που δηλώνουν κάποιο κοινό χρώμα: (κίτρινο) κιτρινάκι, (κόκκινο) κοκκινάκι. || (απόγευμα - απογεύματα) απογευματάκι, (βράδυ) βραδάκι, κάποια στιγμή νωρίς το απόγευμα, το βράδυ. 2. από θηλυκά κύρια ονόματα: (Aντιγόνη) Aντιγονάκι, (Δέσποινα) Δεσποινάκι, (Εύα) Ευάκι, (Iσιδώρα) Iσιδωράκι, (Λένα) Λενάκι. 3. για να δηλώσει ανεξαρτήτως φύλου το μικρό του ζώου που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (αρκούδα) αρκουδάκι, (γάτα) γατάκι, (σκύλος) σκυλάκι, (χελώνα) χελωνάκι. 4. από ουσιαστικά που δηλώνουν πρόσωπο: (αγόρι) αγοράκι, (κορίτσι) κοριτσάκι· (ξάδερφος) ξαδερφάκι, για κορίτσι ή αγόρι. 5. από ουσιαστικά που εκφράζουν επάγγελμα ή ιδιότητα, συνήθ. με μειωτική σημασία: (δάσκαλος) δασκαλάκι, (δικηγόρος) δικηγοράκι, (επαρχιώτης) επαρχιωτάκι, (σοφέρ) σοφεράκι, (χωριάτης) χωριατάκι.

[ελνστ. -άκιν < -άκιον (αποφυγή της χασμ.) από αρχ. ουσ. σε -αξ (θ. -ακ-) -ιον: αρχ. λαβράκ-ιον υποκορ. του λάβραξ, ελνστ. ῥυάκ-ιον υποκορ. του αρχ. ῥύαξ, ελνστ. συάκ-ιν υποκορ. του σῦαξ `είδος ψαριού΄, μσν. το Γιανν-άκιν (> ο Γιανν-άκης)]

-άρης [áris] θηλ. -άρισσα [árisa] : (προφ.) επίθημα: 1. επαγγελματικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· (πρβ. -ιάρης, -ιάρισσα): (αγελάδα) αγελαδάρης - αγελαδάρισσα, (περιβόλι) περιβολάρης - περιβολάρισσα. || δίνει τον προφορικό ή λαϊκότροπο τύπο: (λύρα) λυράρης. 2. ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα ή ρήματα· δηλώνει το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (νοίκι) νοικάρης - νοικάρισσα.

[μσν. επίθημα -άρης < ελνστ. -άριος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < λατ. επαγγελμ. επίθημα -ari(us) -ος: ελνστ. βρακ-άριος `ράφτης παντελονιών΄ (βράκ-αι) < λατ. bracarius (braccae), μσν. *ταβερν-άρης (ταβέρν-α) < λατ. tabernarius (taberna), μσν. καβαλ-άρης < υστλατ. caballarius και επέκτ. σε λέξεις ελλην. προέλευσης: μσν. αρχ-ά ριος, αποθηκ-άριος, πεισματ-άρης· -άρ(ης) -ισσα]

-άρι 2 : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων συνήθ. από ουσιαστικά· η παράγωγη λέξη διαφοροποιεί τη σημασία της πρωτότυπης ή δίνει τον κοινό τύπο μιας λόγιας ή επιστημονικής λέξης: (βλαστός) βλαστάρι, (δοκός) δοκάρι, (ζύμη) ζυμάρι, (θύμος) θυμάρι· προσκυνητάρι, συναξάρι.

[μσν. -άριν < αρχ. υποκορ. -άριον (από λ. με θ. σε -αρ-: αρχ. ἐσχάρ-α `τζάκι΄ - ἐσχάρ-ιον `φουφού΄): αρχ. ζευγ-άριον, πλοι-άριον με αποφυγή της χασμ. & λατ. -arium, -arius (όχι υποκορ., που όμως ταυτίστηκε με το υποκορ. -άριον): ελνστ. δην-άριον < λατ. denari(us) -ον, μσν. κελλ-άριν < ελνστ. κελλ-άριον < υστλατ. cellarium (δες στο κελάρι)]

-αριό [arjó] : επίθημα ουδέτερων τοπικών ή περιεκτικών ουσιαστικών· δηλώνει: 1. τόπο: (καμπάνα) καμπαναριό, (πλύστρα) πλυσταριό. || τόπο γεμάτο από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κεραμίδα) κεραμιδαριό, (σκουπίδια) σκουπιδαριό. 2. (μειωτ.) σύνολο προσώπων με την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (γύφτος) γυφταριό, (κηφήνας) κηφηναριό, (παπάς - παπάδες) παπαδαριό, (φοιτητής) φοιτηταριό· (πρβ. -αρία3). || σε χαρακτηρισμό προσώπου επιτείνοντας την αρνητική ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (πούστης) πουσταριό, (Kατίνα) κατιναριό.

[μσν. -αρείο με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < -άρ(ης) (δες λ.) με προσθήκη του επιθήματος -είο(ν) > -ειό (ορθογρ. απλοπ.): μσν. τα καρβουν-αρεία (μαρτυρείται ως όν. περιοχής της Κωνσταντινούπολης)]

-ειά [] (η προφορά εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· δηλώνει το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος που υπάρχει ως πρωτότυπη λέξη: (χηρεύω) χηρειά, (αδειάζω) αδειά, (παντρεύω) παντρειά.

[αρχ. μεταρ. επίθημα -εία (δες στο -εία 1): αρχ. χηρ-εία (< χηρ-εύω) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και σύμπτωση προς το επίθημα -ιά 2 (< -ία): μσν. παντρ-εία (< υπαντρ-εία) και νέα ανάλ.: παντρ(εύω) - παντρ-ειά]

-ειό [] (η προφορά εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : (συχνά λαϊκότρ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει τόπο· (πρβ. -είο): λιοτριβειό, καπηλειό.

[αρχ. -εῖον (δες στο -είο) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

-ειος 2 -εια -ειο [ios] (η προφορά εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αναφέρεται ή ταιριάζει σ΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ιος 2 -ια -ιο): (γυναίκα) γυναίκειος, (αντρικός) αντρίκειος, (πρόβατο) πρόβειος.

[αρχ. -ειος (δες στο -ειος 1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

-έλι [éli] : ατονημένο επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα: (κόπανος) κοπανέλι, (κόκκινος) κοκκινέλι.

[μσν. υποκορ. επίθημα -έλλι(ν) (ορθογρ. απλοπ.) < -έλλιον με αποφυγή της χασμ. < επέκτ. του -ιον από ουσ. με θ. σε -ελλ-: ελνστ. κρίκελλ(ος) > υποκορ. κρικέλλ-ιον με νέα ανάλ.: κρικ-έλλιον > μσν. κρικέλλι(ν) & < λατ. υποκορ. επίθημα -ellum: flagellum > ελνστ. φραγγ-έλλιον]

-ένιος -ένια -ένιοnos] : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1. είναι φτιαγμένο από την ύλη που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ινος): (ασήμι) ασημένιος, (διαμάντι) διαμαντένιος, (μολύβι) μολυβένιος, (σοκολάτα) σοκολατένιος, (τενεκές) τενεκεδένιος. || κάποτε δίνει τον προφορικό τύπο του αντίστοιχου επιθέτου με επίθημα -ινος: ξυλένιος - ξύλινος, χαρτένιος - χάρτινος. 2. έχει το χρώμα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, συχνά σε εναλλαγή με το επίθημα -ής -ιά -ί: ασημένιος, τριανταφυλλένιος, χρυσαφένιος· ασημής, τριανταφυλλής κτλ. 3. έχει τη χαρακτηριστική ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (άχυρο) αχυρένιος - αχυρένια επιχείρηση.

[μσν. -ένιος < αρχ. μετουσ. επίθημα -έϊνος δηλωτικό ύλης: αρχ. ἰτ-έϊνος `από ξύλο ιτιάς΄, με μετάθ. του ημιφ.: [eιnos > enιos] και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.: μσν. ασημ-ένιος]

-ης 2 & -ής : κατάληξη ανισοσύλλαβων αρσενικών ουσιαστικών: νοικοκύρης, φούρναρης· πεταλωτής.

[ελνστ. -ις < αρχ. -ιος, -ειος αναλ. προς τα πρωτόκλιτα σε -ης, με αποβ. του [o] για αποφυγή της χασμ. πρώτα στην αιτ. (όπως και στα ουδ. -ιον > -ιν, δες στο 1): αρχ. ὁ κύριος, αιτ. τόν κύριον > ελνστ. τόν κῦριν και νέα ονομ. ὁ κῦρις > μσν. κύρης, ελνστ. ὁ Ἀντώνιος, αιτ. τόν Ἀντώνιον > τόν Ἀντῶνιν και νέα ονομ. ὁ Ἀντῶνις, Bασίλειος > Bασίλης και τροπή σε ανισοσύλλαβα για διατήρηση ολόκληρου του θ. της λ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...57   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες