Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
23 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -τοπος [topos] : το ουσ. τόπος ως β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσια στικά· (πρβ. -τόπι)· δηλώνει: 1. περιοχή γεμάτη από αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αμπελό~, ανθό~, θαμνό~, πευκό~, ψαρό~. 2. τόπο που χαρακτηρίζεται από αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αγριό~, βουρ κό~, ξερό~, παλιό~, φτωχό~. 3. τόπο κατάλληλο γι΄ αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: βοσκό~, κυνηγό~. || βιό~.
[ελνστ. -τοπος < αρχ. ουσ. τόπος ως β' συνθ.: ελνστ. ἰδιό-τοπος `που κατοικεί μαζί΄, ψιλό-τοπος `γυμνός τόπος΄ & λόγ. < διεθ. -tope < ελνστ. -τοπος: βιό-τοπος < αγγλ. biotope]
- αγκαθότοπος ο [aŋgaθótopos] Ο20 : τόπος που είναι γεμάτος αγκάθια ή που σ΄ αυτόν φυτρώνουν μόνο αγκάθια.
[αγκαθο- + -τοπος]
- αγριότοπος ο [aγriótopos] Ο20 : χαρακτηρισμός περιοχής ιδίως δύσβατης ή άγονης: Πού να ζήσει άνθρωπος σ΄ αυτόν τον αγριότοπο!
[αγριο- + -τοπος]
- αμμότοπος ο [amótopos] Ο20 : αμμώδης τόπος, περιοχή καλυμμένη με άμμο και συνεπώς άγονη· αμμούδα: Οι έρημοι αμμότοποι της Aραβίας.
[αμμο- + -τοπος]
- ανθότοπος ο [anθótopos] Ο20 : τόπος όπου φυτρώνουν πολλά άνθη.
[λόγ. ανθο- + -τοπος]
- βαλτότοπος ο [valtótopos] Ο20 & βαλτοτόπι το [valtotópi] Ο44 : τόπος με αβαθή και στάσιμα νερά, με έλη.
[βάλτ(ος) -ο- + -τοπος· βάλτ(ος) -ο- τόπ(ος) -ι]
- βιότοπος ο [viótopos] Ο20 : φυσικός χώρος που προσφέρει σε ορισμένο σύνολο ζώων ή φυτών σχετικά σταθερούς όρους διαβίωσης.
[λόγ. βιο- + -τοπος, κατά το υγρότοπος]
- βοσκότοπος ο [voskótopos] Ο20 : τόπος γεμάτος χόρτα, κατάλληλος για βοσκή· βοσκοτόπι, βοσκή2β: Πολλά χωράφια εγκαταλείφθηκαν και έγιναν βοσκότοποι.
[βοσκ(ή) -ο- + -τοπος]
- βραχότοπος ο [vraxótopos] Ο20 : περιοχή, έκταση γεμάτη με βράχους.
[βράχ(ος) -ο- + -τοπος]
- δασότοπος ο [δasótopos] Ο20 : περιοχή, τόπος που καλύπτεται από δάση.
[δάσ(ος) -ο- + -τοπος]