Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *στλ*
1 εγγραφή
στλεγγίδα η [stlengíδa] Ο26 : 1. (λόγ.) ξυστρί. 2. στην αρχαιότητα, εργαλείο με το οποίο οι αθλητές καθάριζαν το σώμα τους μετά τον αγώ να.

[λόγ. < αρχ. στλεγγίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες