Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ρτρ*
5 εγγραφές [1 - 5]
πορτρετίστας ο [portretístas] Ο3 : καλλιτέχνης που ζωγραφίζει κυρίως προσωπογραφίες· προσωπογράφος.

[πορτρέτ(ο) -ίστας]

πορτρέτο το [portréto] Ο39 : 1. η προσωπογραφία: Ένας γνωστός ζωγράφος φιλοτέχνησε το ~ της. 2. (μτφ.) η συνολική εικόνα, η προσωπικότητα ενός ατόμου, που συντίθεται από επί μέρους στοιχεία και από γενικά ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά· προφίλ: H δημοσιογράφος συνέθεσε το (καλλιτεχνικό) ~ του διάσημου σκηνοθέτη.

[λόγ. < γαλλ. portrait -ον (ορθογρ. δαν.)]

σπαρτρί το [spartrí] Ο43 : σκληρό ύφασμα (από ίνες σπάρτου), που χρησιμοποιείται στη ραπτική ως υπόστρωμα για την ενίσχυση μερών του ενδύματος (π.χ. των γιακάδων).

[λόγ. αντδ. < γαλλ. sparterie < spart, sparte < λατ. spartum < αρχ. σπάρτον]

υπερτροφία η [ipertrofía] Ο25 : 1.(ιατρ.) υπερβολική ανάπτυξη ενός οργάνου του σώματος: ~ της καρδιάς / του προστάτη. 2. υπερσιτισμός: Kάνει / χρειάζεται ~.

[λόγ. < γαλλ. hypertrophie < hyper- = υπερ- + αρχ. τροφ(ή) -ie = -ία]

υπερτροφικός -ή -ό [ipertrofikós] Ε1 : 1.(ιατρ.) που παρουσιάζει υπερτροφία: Yπερτροφικές αμυγδαλές. 2. που είναι υπερβολικά αναπτυγμένος: Yπερτροφική ανάπτυξη. || (μτφ.): Yπερτροφικό εγώ. ~ εγωισμός.

[λόγ. < γαλλ. hypertrophique < hypertroph(ie) = υπερτροφ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες