Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ούπολη
8 εγγραφές [1 - 8]
-ούπολη [úpoli] : το ουσ. πόλη ως β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. πόλη που χαρακτηρίζεται με βάση: α. τους κατοίκους της: αγροτ~, εργατ~. β. την έντονη παρουσία αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: αγρ~, κηπ~, παραγκ~, τσιμεντ~. 2. χώρο όπου βρίσκονται οι κτιριακές εγκαταστάσεις που υποδηλώνει το α' συνθετικό: πανεπιστημι~. 3. σε προσδιοριστικά σύνθετα: μεγαλ~.

[λόγ. < ελνστ. β' συνθ. -πολις (< αρχ. ουσ. πόλις) σε κύρια ονόματα με γεν. σε -ου-: ελνστ. Ἀδριανού-πολις, Κωνσταντινού-πολις (αντί -όπολις: αρχ. ἀκρό-πολις, ελνστ. κωμ-ό-πολις) και νεοελλ. επέκτ. στο θ. προσηγορικών ονομάτων: παιδ-ούπολη, εργατ-ούπολη, τσιμεντ-ούπολη]

αγρόπολη η [aγrópoli] & αγρούπολη η [aγrúpoli] Ο33 : η κηπούπολη.

[λόγ. αγρο- + πόλη· λόγ. αγρ(ο)- + -ούπολη]

εργατούπολη η [erγatúpoli] Ο33 : χαρακτηρισμός πόλης στην οποία κατοικούν πολλοί εργαζόμενοι.

[λόγ. εργάτ(ης) + -ούπολη]

κηπούπολη η [kipúpoli] Ο33 : χαρακτηρισμός πόλεων ή περιοχών στις οποίες έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη δημιουργία ζωνών πρασίνου και χώρων αναψυχής.

[λόγ. κήπ(ος) + -ούπολη]

μεγαλούπολη η [meγalúpoli] Ο33 : πολύ μεγάλη πόλη: Mεγαλουπόλεις με πληθυσμό πολλών εκατομμυρίων.

[λόγ. < αγγλ. megalopolis < megalo- = μεγαλο- + αρχ. πόλ(ις) -η, κατά το -ούπολη]

πανεπιστημιούπολη η [panepistimiúpoli] Ο33 : ενιαίος χώρος στον οποίο βρίσκονται οι κάθε είδους κτιριακές εγκαταστάσεις των σχολών ενός πανεπιστημίου.

[λόγ. πανεπιστήμι(ον) + -ούπολη]

παραγκούπολη η [paraŋgúpoli] Ο33 : οικισμός από οικήματα πρόχειρης, κακής κατασκευής: Γύρω από τα αστικά κέντρα ξεφύτρωσαν παραγκουπόλεις χωρίς φως και νερό.

[λόγ. παράγκ(α) + -ούπολη]

τσιμεντούπολη η [tsimendúpoli] Ο33 : (μειωτ.) πόλη με ψηλά και πυκνά χτισμένα κτίρια και με ελάχιστους χώρους πρασίνου (πάρκα, κήπους κτλ.).

[λόγ. τσιμέντ(ο) + -ούπολη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες