Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *μυαλος*
10 εγγραφές [1 - 10]
άμυαλος -η -ο [ámnalos] Ε5 : που δεν είναι μυαλωμένος, που δεν έχει φρόνηση, σύνεση· επιπόλαιος, απερίσκεπτος. ANT συνετός, γνωστικός, μυαλωμένος: ~ άνθρωπος. Άμυαλο παιδί.

[α- 1 μυαλ(ός) -ος (διαφ. το συγγ. αρχ. ἀμύελος `χωρίς μεδούλι΄)]

αμυαλοσύνη η [amnalosíni] Ο30α : (προφ.) η ιδιότητα του άμυαλου· αμυαλιά.

[άμυαλ(ος) -οσύνη]

ανέμυαλος -η -ο [anémnalos] Ε5 : (λαϊκότρ.) (για πρόσ. ή ενέργεια) που δείχνει έλλειψη σκέψης, σύνεσης· άμυαλος, ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος: Aνέμυαλη γυναίκα. Aνέμυαλο παιδί. Aνέμυαλες κουβέντες.

[ανε- (δες α- 1) μυαλ(ό) -ος]

ανοιχτόμυαλος -η -ο [anixtómnalos] Ε5 : που έχει ανοιχτό μυαλό, ευρύτητα σκέψης. ANT στενόμυαλος: ~ άνθρωπος. || Aνοιχτόμυαλες σκέψεις.

[ανοιχτο- + μυαλ(ό) -ος]

ελαφρόμυαλος -η -ο [elafrómnalos] Ε5 : (ως χλευαστικός χαρακτηρισμός προσώπου) που δείχνει έλλειψη νοημοσύνης, σοβαρότητας και σύνεσης· ανόητος και επιπόλαιος· κοκορόμυαλος.

[ελαφρο- + μυαλ(ό) -ος]

κοκορόμυαλος -η -ο [kokorómnalos] Ε5 : (οικ.) ειρωνικός χαρακτηρισμός ανθρώπου ανόητου, ελαφρόμυαλου.

[κόκορ(ας) -ο- + μυαλ(ό) -ος]

λαφρόμυαλος -η -ο [lafrómnalos] & αλαφρόμυαλος -η -ο [alafrómnalos] Ε5 : (λαϊκότρ.) ελαφρόμυαλος.

[< ελαφρόμυαλος με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· αλαφρο- + μυαλ(ό) -ος]

μικρόμυαλος -η -ο [mikrómnalos] Ε5 : (προφ., για πρόσ.) που δεν είναι πολύ έξυπνος.

[μικρο- 1 + μυαλ(ό) -ος]

στενόμυαλος -η -ο [stenómnalos] Ε5 : στενοκέφαλος.

[λόγ. στενο- + μυαλ(ό) -ος μτφρδ. αγγλ. narrow-minded]

χοντρόμυαλος -η -ο [xondrómnalos] Ε5 : (οικ.) χοντροκέφαλος.

[χοντρο- + μυαλ(ό) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες