Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *λδ*
7 εγγραφές [1 - 7]
αλδεΰδη η [alδeíδi] Ο30 (συνήθ. πληθ.) : (χημ.) ομάδα από οργανικές ενώσεις που χρησιμοποιούνται ευρέως στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική.

[λόγ. < γαλλ. aldéhyd(e) ]

εραλδικός -ή -ό [eralδikós] Ε1 : που αναφέρεται στα οικόσημα και γενικά στα οικογενειακά εμβλήματα: Εραλδικές μελέτες. α. (ως ουσ.) η εραλδική, ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τα οικόσημα και τα οικογενειακά εμβλήματα· οικοσημολογία, εμβληματολογία. β. που χαρακτηρίζεται από δύο αντικείμενα, ιδίως ζώα, τοποθετημένα συμμετρικά και αντιμέτωπα: Εραλδική διάταξη / παράσταση. Εραλδικά σχήματα. εραλδικά ΕΠIΡΡ στη σημ. β.

[λόγ. < γαλλ. héraldique (-ique = -ικός)]

καλδέρα η [kalδéra] & καλντέρα η [kaldéra] Ο25 : μεγάλος λεβητοειδής κρατήρας ηφαιστείου: H ~ του ηφαιστείου της Θήρας.

[-λντ-: λόγ. < αγγλ. caldera < ισπαν. caldera· -λδ-: λόγ. ορθογρ. δαν.]

μολδαβικός -ή -ό [molδavikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Mολδαβία ή στους Mολδαβούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Mολδαβική κυβέρνηση.

[λόγ. Mολδαβ(ία) -ικός < γαλλ. Moldav(ie) -ία < ρουμ. Moldova]

σοσιαλδημοκράτης ο [sosialδimokrátis] Ο10 θηλ. σοσιαλδημοκράτισσα [sosialδimokrátisa] Ο27 : οπαδός της σοσιαλδημοκρατίας.

[λόγ. < γερμ. Sozialdemokrat < Sozial(ist) = σοσιαλ(ιστής) + Demokrat = δημοκράτης· λόγ. σοσιαλδημοκράτ(ης) -ισσα]

σοσιαλδημοκρατία η [sosialδimokratía] Ο25 : πολιτικό σύστημα που επιδιώκει κοινωνικοοικονομικές αλλαγές στη βάση ενός κοινοβουλευτικού μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού. || το σύνολο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.

[λόγ. < γερμ. Sozialdemokratie < Sozial(ismus) = σοσια λ(ισμός) + Demokratie = δημοκρατία]

σοσιαλδημοκρατικός -ή -ό [sosialδimokratikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σοσιαλδημοκράτη ή στη σοσιαλδημοκρατία.

[λόγ. < γερμ. sozialdemokratisch < Sozialdemokrat = σοσιαλδημοκράτ(ης) -isch = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες