Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *δράμα
8 εγγραφές [1 - 8]
δράμα το [δráma] Ο48 : 1. λογοτεχνικό είδος που παρουσιάζεται στο θέατρο. α. το ένα από τα τρία είδη της αρχαίας ελληνικής ποίησης (τα άλλα δύο είναι το έπος και η λυρική ποίηση), που προήλθε από τη λατρεία του Διονύσου και που κατά τους κλασικούς χρόνους αναπτύχθηκε σε θεατρικό είδος· περιλαμβάνει την τραγωδία, την κωμωδία και το σατυρικό δράμα: Ο χορός / οι υποκριτές του αρχαίου δράματος. H αναβίωση του αρχαίου δράματος. β. θεατρικό είδος στο οποίο κυριαρχούν οι έντονες αντιθέσεις και συγκρούσεις, που δε φτάνουν όμως τις ακραίες καταστάσεις της τραγωδίας: Tο σύγχρονο ~. || (παρωχ.) Λυρικό ~, όπερα. || Λειτουργικό ~, στο Mεσαίωνα, αναπαράσταση ιερών κειμένων. γ. έργο που ανήκει στο παραπάνω θεατρικό είδος: Tο Εθνικό Θέατρο θα ανεβάσει ένα ~ του κλασικού ρεπερτορίου. 2. (μτφ.) α. κατάσταση ή γεγονός πάρα πολύ δυσάρεστο και συγκλονιστικό· τραγωδία2*: Tο ~ των προσφύγων. Tο ~ της οικογένειάς του παίχτηκε σε δύο πράξεις. (έκφρ.) πρωταγωνιστής* του δράματος. || Tο Θείο Δράμα, τα πάθη του Xριστού. β. για κτ. πολύ ενοχλητικό ή κουραστικό: H ζωή στις μεγάλες πόλεις έχει γίνει ~. Mην το κάνεις ~!, μη δραματοποιείς την κατάσταση. || (έκφρ.) είναι ~ για να φάει / για να διαβάσει / για να περπατήσει κτλ., για κπ. που κάνει κτ. με πολλή δυσαρέσκεια ή δυσκολία. γ. για κτ. πολύ χαμηλής ποιότητας: Tο έργο ήταν ~. δραματάκι το YΠΟKΟΡ (οικ.) συνήθ. μονόπρακτο δράμα.

[λόγ.: 1α: αρχ. δρᾶμα `θεατρικό έργο΄· 1β, 2: σημδ. γαλλ. drame (στις νέες σημ.) < υστλατ. drama < αρχ. δρᾶμα]

επέδραμα [epéδrama] Ρ απαρέμφ. επιδράμει : (λόγ.) έκανα επιδρομή.

[λόγ. < αρχ. ἐπέδραμον αόρ. του ἐπιτρέχω με αλλ. της κατάλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

μελόδραμα το [melóδrama] Ο49 : δραματικό θεατρικό έργο που συνοδεύεται από μουσική και χαρακτηρίζεται από συσσώρευση βίαιων ή παθητικών επεισοδίων και από πολύπλοκες ή απρόβλεπτες εξελίξεις, έτσι ώστε να προκαλεί έντονη συγκίνηση· όπερα: Iταλικό ~. Θίασος / παράσταση μελοδράματος. || (επέκτ.) για αντίστοιχη ανθρώπινη συμπεριφορά.

[λόγ. < γαλλ. mélodrame < mélo- = μελο- + drame < αρχ. δρᾶμα]

μιμόδραμα το [mimóδrama] Ο49 : η παντομίμα.

[λόγ. < γαλλ. mimodrame < αρχ. μῖμο(ς) + δρᾶμα]

ονειρόδραμα το [oniróδrama] Ο49 : (θέατρ.) θεατρικό είδος του οποίου η δράση τοποθετείται είτε στο πλαίσιο ενός ονείρου είτε σε ατμόσφαιρα ονειρικής φαντασίας.

[λόγ. όνειρ(ον) -ο- + δράμα κατά τη σημ. του ονειρικός]

παραμυθόδραμα το [paramiθóδrama] Ο49 : θεατρικό είδος.

[λόγ. παραμύθ(ι) -ο- + δράμα μτφρδ. γερμ. Märchenspiel(;)]

χορόδραμα το [xoróδrama] Ο49 : σκηνικό έργο που χρησιμοποιεί ως εκφραστικό μέσο το χορό και που συνοδεύεται από μουσική· (πρβ. μπαλέτο).

[λόγ. χορο- + δράμα]

ψυχόδραμα το [psixóδrama] Ο49 : μέθοδος ομαδικής ψυχανάλυσης ή ψυχοθεραπείας κατά την οποία το άτομο καλείται να πάρει μέρος σε δραματικές σκηνές που έχουν σχέση με τα προσωπικά του προβλήματα, μπροστά σε κοινό που περιλαμβάνει τους ψυχαναλυτές ή τους ψυχοθεραπευτές.

[λόγ. < γερμ. Ρsychodrama < psycho- = ψυχο- 2 + αρχ. δρᾶμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες