Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ῥητορικός
1 εγγραφή
ρητορικός -ή -ό [ritorikós] Ε1 : 1α.που ανήκει ή που αναφέρεται στο ρήτορα και στην τέχνη του: Ρητορική τέχνη και ως ουσ. η ρητορική*. Ρητορικό ύφος. Ρητορική δεινότητα / ικανότητα. Ρητορικοί κανόνες. Ρητορικά σχήματα λόγου, τεχνικά σχήματα λόγου που τα δημιουργούν σκοπί μως, συνήθ. οι ρήτορες. Ρητορική ερώτηση, που διατυπώνεται για να υποδηλώσει ορισμένη απάντηση και να την παρουσιάσει ως αυτονόητη και μη αμφισβητούμενη. ~ λόγος. β. για πρόσωπο που έχει ρητορικά χαρίσματα: Ρητορικότατος ομιλητής. 2. επιδεικτικός, στομφώδης.

[λόγ. < αρχ. ῥητορικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες