Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἡμιτελής
1 εγγραφή
ημιτελής -ής -ές [imitelís] Ε10 : (λόγ.) μισοτελειωμένος: Πέθανε και άφησε το έργο του ημιτελές. H Hμιτελής Συμφωνία του Σούμπερτ. ημιτελώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἡμιτελής· λόγ. < ελνστ. ἡμιτελῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες