Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐκφορά
1 εγγραφή
εκφορά η [ekforá] Ο24 : (λόγ.) 1. η μεταφορά νεκρού στο χώρο ταφής του. 2α. έκφραση, διατύπωση σκέψης, γνώμης κτλ. β. τρόπος σύνταξης, διατύπωσης.

[λόγ. < αρχ. ἐκφορά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες