Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀποφεύγω
1 εγγραφή
αποφεύγω [apofévγo] -ομαι Ρ αόρ. απέφυγα και (σπάν.) απόφυγα, απαρέμφ. αποφύγει, παθ. αόρ. αποφεύχθηκα, απαρέμφ. αποφευχθεί : 1.προσπαθώ να μην πλησιάσω κπ. ή κτ., αλλά να μείνω όσο το δυνατόν πιο μακριά από αυτό(ν): Όταν τον είδε, άλλαξε δρόμο για να τον αποφύγει. ~ τους πολυσύχναστους δρόμους. || δε συγχρωτίζομαι με κπ., προσπαθώ να μην έχω καμιά επαφή μαζί του: ~ τους καιροσκόπους. Δεν κάνω παρέα μαζί του, τον ~. 2. προσπαθώ να μην κάνω ή να μην πω κτ. που με δυσαρεστεί ή που είναι επικίνδυνο ή λανθασμένο. ANT επιδιώκω: Είναι τεμπέλης, αποφεύγει την πολλή δουλειά. Πρέπει να αποφύγουμε τα πολλά έξοδα / το πολύ φαγητό. Aποφεύγει να αναφέρει το όνομά του / να μιλάει για εκείνο το θλιβερό γεγονός. Kαλό είναι να αποφεύγεται η χρήση ξένων λέξεων. || γλιτώνω, ξεφεύγω από κτ.: Tην τελευταία στιγμή ο οδηγός απέφυγε τη σύγκρουση. Mε τη σωστή διατροφή μπορούμε να αποφύγουμε πολλές αρρώστιες. Aποφεύχθηκε ο κίνδυνος.

[λόγ. < ελνστ. ἀποφεύγω, αρχ. σημ.: `ξεφεύγω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες