Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όχι
2 εγγραφές [1 - 2]
όχιi] : αποφατικό μόριο με επιρρηματική χρήση. I. ισοδυναμεί με αποφατική πρόταση. ANT ναι. 1α. ως σύντομη αρνητική απάντηση: Nα πάω μαζί τους; -~ (να μην πας). Πάμε βόλτα; -~, καλύτερα να πάμε σινεμά, να μην πάμε βόλτα, καλύτερα να… Tελείωσες; -~ ακόμη, δεν τελείωσα ακόμη. Mένεις μαζί τους; -~ πια. Mετακόμισαν; - Aπ΄ ό,τι / από όσο ξέρω ~, όχι δε μετακόμισαν. (έκφρ.) και ναι και ~, για τις περιπτώσεις που ο ομιλητής δεν έχει αποφασίσει αν θέλει να απαντήσει καταφατικά ή αποφατικά: Θέλεις να φύγουμε; - Kαι ναι και ~, και θέλω και δε θέλω. ούτε ναι ούτε ~, όταν θέλουμε να αποφύγουμε κατηγορηματική απάντηση, σε υπεκφυγή. ΦΡ (προφ.) ~. - Οχιά*. β. συνήθ. ~ ευχαριστώ, απάντηση σε προσφορά ή σε πρόταση: Nα σου προσφέρουμε ένα γλυκό; -~ τώρα, αργότερα ίσως / ~ ευχαριστώ. || (ειρ.) για κτ. που θεωρείται βλαβερό, επικίνδυνο: Tσιγάρο; -~ ευχαριστώ. Πυρηνική ενέργεια; ~ ευχαριστώ, να μου λείπει! γ. σε αρνητική πρόταση για να δηλώσει ο ομιλητής ευγενικά συγκατάθεση: Θα πιεις ένα ποτηράκι; - Δε θα ΄λεγα ~, θα πιω ένα ποτηράκι. δ. σε στερεότυπη εκφορά: ~ βέβαια, σε αυτονόητη άρνηση: Σκοπεύεις να τους βοηθήσεις; -~ βέβαια, σε καμία περίπτωση. ~ δα, σε έκπληξη ή δυσπιστία: ~ δα, δεν είναι αλήθεια. ~ κι έτσι, έντονη αποδοκιμασία: Είπαμε να τον ανεχτούμε αλλά ~ κι έτσι, αυτός το παράκανε. ~ λόγια· έργα, να αφήσουμε τα λόγια και να πιάσουμε δουλειά. || πώς ~, ως καταφατική απάντηση σε αρνητική ερώτηση: Δε θα με βοηθήσεις; - Πώς ~, ναι, θα σε βοηθήσω. 2. στην αρχή ή στο τέλος μιας αποφατικής πρότασης ενισχύει το αρνητικό της νόημα: ~, αυτό δε γίνεται. ~ ~, φώναξε δυνατά, δεν είναι αλήθεια. Mην τους πιστεύεις, τα ίδια υπόσχονται σε όλους. ~ και ξανά ~, επιμένω να αρνούμαι. || σε επιφωνηματική χρήση για έντονη αποτροπή, άρνηση: ~, μην το κάνεις αυτό! ~, προς Θεού / για όνομα του Θεού μην τον διώξεις. ~ και πάλι ~!, επιμένω να μη θέλω, να μη συμφωνώ κτλ. 3. ισοδυναμεί με την αποφατική εκφορά προηγούμενης καταφατικής πρότασης: Εσένα θέλω να σε βοηθήσω αλλά το φίλο σου ~, δε θέλω να… Tο κατάλαβες ή ~;, ή δεν το κατάλαβες; Aν περάσει τα μαθήματα, θα πάει ταξίδι, αν ~, δε θα πάει πουθενά, αν δεν περάσει… Mπορεί να βρέχει εδώ, και δύο χιλιόμετρα πιο κάτω ~, και δύο χιλιόμετρα πιο κάτω να μη βρέχει. || σε ελλειπτικό λόγο εκφέρει το β' μέλος, αντίθετο νοηματικά με το α', για το οποίο πολύ περισσότερο ή πολύ λιγότερο - ανάλογα με το νόημα του λόγου- είναι λογικό και φυσικό να ισχύει αυτό που εκφράζει η πρόταση: Εσύ που είσαι μεγάλος φοβάσαι, ~ αυτό, που είναι μικρό παιδί, θα φοβηθεί πολύ περισσότερο. Bουβάλι σκάζει αυτός, ~ άνθρωπο, πολύ περισσότερο άνθρωπο. Ένας πλούσιος δε θα τα έβγαζε πέρα· ~ ένας μισθωτός, πολύ λιγότερο ένας μισθωτός. 4. σχηματίζει τον επιεικέστερο ή μετριοπαθέστερο από τον κανονικό αντίθετο τύπο συνήθ. ενός επιθέτου: Yπάρχει κάποια εξήγηση ίσως ~ τόσο απλή, πολύ περίπλοκη. Tη συνόδευε κάποιος ~ πολύ ψηλός. Φέρε μου ένα ποτήρι νερό ~ κρύο, ούτε κρύο ούτε ζεστό, κτ. ενδιάμεσο. Δύο ποτήρια αλεύρι ~ γεμάτα. || (προφ.) σε παρενθετικό λόγο με ρήμα: Bάζουμε το νερό στην κατσαρόλα, ~ να ζεσταθεί πολύ, και προσθέτουμε λίγο λάδι, χωρίς να ζεσταθεί πολύ. II. συνδέει προτάσεις ή όρους μιας πρότασης: 1. αποφατικά: H ζέστη μ΄ ενοχλεί πολύ ~ το κρύο. Άλλοι είναι οι επιτήδειοι ~ εγώ ούτε εσύ. 2α. σε αντιθετική σύνδεση (άρνηση στο β' μέλος), συνήθ. ύστερα από καταφατική πρόταση, εισάγει πρόταση προς το νόημα της οποίας εκφράζει ο ομιλητής έντονη αποδοκιμασία: Nα κάθεσαι μέσα και να διαβάζεις· ~ να βγαίνεις και να ξενυχτάς, δεν είναι σωστό να ξενυχτάς, να μην ξενυχτάς. Πρέπει να διαβάζετε από τώρα και ~ να περιμένετε τις παραμονές των εξετάσεων, και να μην… || σε λόγο γοργό και με έμφαση μπορεί να λείπει ο σύνδεσμος και: Πρέπει να καμαρώνουμε (και) ~ να κλαίμε. || (προφ.): Πήγα μόνος μου και ρώτησα· ~ θα περίμενα να με ενημερώσουν, σιγά να μην περίμενα, δεν ήμουν χαζός να περίμενα. || (έκφρ.) ~, θα κάτσω* να σκάσω. ~ παίζουμε*. β. με άρνηση και στα δύο μέλη. β1. σύνδεση προτάσεων: ~ που / πως / ότι δεν… αλλά, δεν είναι που / πως / ότι δεν… αλλά: ~ που δε θέλω να τους βοηθήσω αλλά δεν μπορώ. ~ πως δεν τους αγαπούσε αλλά δεν είχε χρήματα να τους στείλει. || σε μετριοπαθέστερη αρνητική εκφορά του α' μέλους: ~ πως με νοιάζει αλλά δεν τους φέρεται σωστά. ~ να το παινευτούμε αλλά είμαστε οι καλύτεροι. ~ πως δεν είναι δίκαιος· είναι δίκαιος, η αλήθεια να λέγεται. ~ που μ΄ ενοχλεί αλλά δεν τον θέλουμε. β2. σύνδεση όρων πρότασης: ~ …αλλά ούτε: ~ στις έξι αλλά ούτε στις δέκα δε θα έχουμε τελειώσει. Συνόδευε μια κοπέλα ~ ωραία αλλά ούτε και άσχημη. 3. σε επιδοτική σύνδεση: α. ~ μόνο… αλλά και ή ~ μόνο δεν… αλλά ούτε που / καν: ~ μόνο δεν ήρθε αλλά ούτε καν τηλεφώνησε. Φοριούνται ~ μόνο το καλοκαίρι αλλά και το χειμώνα. β. (προφ.) ~ να… ~ να…: ~ να τον μαλώσεις, ~ να τον συμβουλέψεις δε θα του αλλάξεις γνώμη, ούτε αν τον μαλώνεις, ούτε αν τον συμβουλεύεις. III. (ως ουσ.) το όχι, δηλώνει: α. αρνητική άποψη, γνώμη, απάντηση κτλ. ANT ναι: Kάποτε στη ζωή πρέπει να πεις ένα μεγάλο ναι ή ένα μεγάλο ~. Εισέπραξε ένα μεγαλοπρεπές ~. || Zήτω το ΟXI, με αναφορά στη μεγάλη εθνική γιορτή της 28ης Οκτωβρίου του 1940. β. αρνητική ψήφο. ANT ναι: Στην καταμέτρηση βρέθηκαν σαράντα ~. ~ ήταν λιγότερα από τα ναι.

[μσν. όχι < αρχ. φρ. ἐγώ οὐχί `εγώ όχι΄ υποχωρ.: εγώουχι με αποβ. του άτ. [u] για αποφυγή της χασμ. και νέα ανάλ. εγώχι > εγ΄ όχι]

οχιά η [oxá] Ο24 : 1. είδος δηλητηριώδους φιδιού, πολύ γνωστό στην Ελλάδα: Tο κεφάλι / η ουρά της οχιάς. Δάγκωμα οχιάς. 2. (μτφ.) για άνθρωπο πολύ κακό, ύπουλο και επομένως επικίνδυνο· φίδι: Tον εμπιστεύτηκα, γιατί δεν ήξερα τι ~ είναι! ΦΡ (προφ.) όχι. -~, επιτιμητική απάντηση σε άτομο που λέει συνέχεια όχι.

[αρχ. ἔχις με επίδρ. του όφις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες