Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όρεξη
1 εγγραφή
όρεξη η [óreksi] Ο33 : 1. διάθεση ή επιθυμία για φαγητό. ANT ανορεξία: Tρώει με / χωρίς ~. Mου κόβεται η ~, παύει να υπάρχει. ANT Mου ανοίγει η ~. (έκφρ.) μένω με την ~, για φαγητό που περιμένω να φάω και τελικά δεν τρώω και μτφ. για κτ. που περιμένω να αποκτήσω και τελικά δεν το αποκτώ. τρώγοντας έρχεται η ~, κυριολεκτικά και μτφ. για αποκτήμα τα ή επιτυχίες που γίνονται κίνητρο για νέα αποκτήματα ή νέες επιτυχίες. (ευχή) καλή (σου / σας) ~, πριν από το φαγητό ή κατά τη διάρκειά του. 2. (μτφ.) επιθυμία ή διάθεση για κτ.: Έχει ~ για δουλειά / για μάθηση. Δεν έχω ~ για κουβέντες / για αστεία. (έκφρ.) ~ (που την) έχεις!, για απροσδόκητη επιθυμία ή καλή διάθεση κάποιου. ~ που τον είχα, για να δηλωθεί απέχθεια: Θα έρθει ο Nίκος. -~ που τον είχα! άλλη ~ δεν είχα, σε άρνηση: Πάμε σινεμά; - Άλλη ~ δεν είχα! (λόγ.) περί ορέξεως ουδείς λόγος, δεν μπορεί να γίνει συζήτηση, να υποστούν κριτική οι προτιμήσεις του άλλου. ΦΡ το τραβάει* η καρδιά / η όρεξή μου. ανοίγει η όρεξή μου, επιθυμώ να επαναλάβω κτ. που έχω κάνει και που με έχει ευχαριστήσει: Πήγαμε ένα ταξίδι στην Ευρώπη και από τότε μου άνοιξε η ~. κόβεται η όρεξή μου, δεν επιθυμώ πλέον κτ.: Tου κόπηκε η ~ για τρέλες. || (πληθ.) ορμές ή τάσεις: Οι φυσικές ορέξεις. Σεξουαλικές ορέξεις. Είναι κάποιος δούλος των ορέξεών του.

[αρχ. ὄρεξις (-σις > -ση) `επιθυμία΄ (και για φαγητό, σύγκρ. ορεκτικός) & λόγ. σημδ. γαλλ. appétit]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες