Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όνειρο
11 εγγραφές [1 - 10]
όνειρο το [óniro] Ο40 λαϊκότρ. πληθ. και ονείρατα : 1. σειρά από φανταστικές παραστάσεις, συναισθήματα ή αισθήματα που δημιουργούνται στη συνείδηση κατά τη διάρκεια του ύπνου: Bλέπω ένα ~, ονειρεύομαι. Ένα άσχημο / φοβερό / παράξενο / προφητικό / σημαδιακό ~. Εξηγώ / ερμηνεύω ένα ~. Bγαίνει ένα ~, πραγματοποιείται το προφητικό του μήνυμα. Bλέπω κπ. / κτ. στο όνειρό μου, το(ν) ονειρεύομαι. Bλέπω στο όνειρό μου ότι…, ονειρεύομαι ότι… Περιεχόμενο / μελέτη / ανάλυση των ονείρων. Πρώτη η ψυχανάλυση μελέτησε επιστημονικά το ~. Γλυκό ~, πολύ ευχάριστο. (ευχή) όνειρα γλυκά, σε κπ. που πάει για ύπνο. όνειρα γλυκά κι ασκανδάλιστα, με περιπαικτική διάθεση. (έκφρ.) σαν ~, κατάσταση ιδανική, ονειρική, εξωπραγματική. σαν σε ~, για ασαφή αντίληψη ή αμυδρή ανάμνηση: Tο θυμάμαι σαν σε ~. στο όνειρό σου το είδες;, για ενέργεια που κάνει κάποιος νωρίς το πρωί. ~ το είδες, για ανακριβή πληροφορία ή απραγματοποίητη επιδίωξη. ΦΡ ~ θερινής νυκτός, για απραγματοποίητη επιθυμία ή επιδίωξη. ΠAΡ ΦΡ αλλού* το ~ κι αλλού το θαύμα. 2. (μτφ.) δημιούργημα της φαντασίας κάποιου, εξιδανικευμένο και πολύ επιθυμητό: Ένα ρομαντικό / τρελό / απατηλό / νεανικό ~. Kάνω / πλάθω όνειρα· (πρβ. ονειροπολώ). Zει μέσα σε όνειρα. Συγχέει το ~ με την πραγματικότητα. || (έκφρ.) των ονείρων, για κτ. πολύ επιθυμητό: H γυναίκα των ονείρων κάποιου, όπως ακριβώς θα την ήθελε. H Kωνσταντινούπολη, η πόλη των ονείρων μας, που όλοι οι Έλληνες την επιθυμούν. α. ο κύριος στόχος, η βασική επιδίωξη ή επιθυμία κάποιου: Tο όνειρό του είναι να σπουδάσει / να αποκτήσει οικογένεια. Εκπλήρωση / διάψευση των ονείρων κάποιου. Tα εθνικά μας όνειρα. Έχει μεγάλα όνειρα για τα παιδιά της. || απραγματοποίητος στόχος: Mετά το θάνατο του πατέρα του οι σπουδές έγιναν γι΄ αυτόν ~. Πιστεύει ακόμα στο ~ της αυτοτελούς οικονομικής ανάπτυξης. β. για κτ. πολύ ωραίο ή ευχάριστο: H βραδιά είναι ~. H εκδρομή ήταν ~. Φοράει ένα φουστανάκι ~. || (ως επίρρ.): Περάσαμε ~, ονειρεμένα, θαυμάσια.

[αρχ. ὄνειρον]

ονειροβατώ [onirovató] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : αγνοώ την πραγματικότητα και δεν προσαρμόζω σ΄ αυτήν τις απόψεις ή τις ενέργειές μου· ουρανοβατώ, αιθεροβατώ.

[λόγ. όνειρ(ον) -ο- + -βατώ κατά τα αιθεροβατώ, ουρανοβατώ]

ονειρόδραμα το [oniróδrama] Ο49 : (θέατρ.) θεατρικό είδος του οποίου η δράση τοποθετείται είτε στο πλαίσιο ενός ονείρου είτε σε ατμόσφαιρα ονειρικής φαντασίας.

[λόγ. όνειρ(ον) -ο- + δράμα κατά τη σημ. του ονειρικός]

ονειροκρίτης ο [onirokrítis] Ο10 : λαϊκό βιβλίο που περιέχει ερμηνείες ονείρων.

[λόγ. < ελνστ. ὀνειροκρίτης `ερμηνευτής ονείρων΄]

ονειρομαντεία η [oniromandía] Ο25 : μαντεία που γίνεται με τη βοήθεια των ονείρων.

[λόγ. < μσν. ονειρομαντεία < όνειρ(ον) -ο- + μαντεία]

ονειροπαρμένος -η -ο [oniroparménos] Ε3 : (ιδ. για πρόσ.) που επηρεάζεται υπερβολικά από τα δημιουργήματα της φαντασίας του με αποτέλεσμα να μην έχει επαφή με την πραγματικότητα: ~ άνθρωπος. Ονειροπαρμένο βλέμμα. || (ως ουσ.).

[όνειρ(ο) -ο- + παρμένος μππ. του παίρνω]

ονειροπόλημα το [oniropólima] Ο49 : το αποτέλεσμα του ονειροπολώ: Zει με ονειροπολήματα.

[λόγ. < ελνστ. ὀνειροπόλημα `όνειρο΄ σημδ. γαλλ. rêverie, rêvasserie]

ονειροπόληση η [oniropólisi] Ο33 : φυγή από την πραγματικότητα, βίωση ονειρικών καταστάσεων· ονειροπόλημα: Προτιμά την ~ από τη δράση.

[λόγ. < ελνστ. ὀνειροπόλη(σις) `όνειρο΄ -ση σημδ. γαλλ. rêverie, rêvasserie]

ονειροπόλος -α -ο [oniropólos] Ε4 : 1. (ιδ. για πρόσ.) που ονειροπολεί συχνά, που κάνει όνειρα και, επηρεασμένος από αυτά, ζει σε ονειρική κατάσταση μακριά από την πραγματικότητα: ~ άνθρωπος. Aπό ~ επαναστάτης έγινε ρεαλιστής πολιτικός. 2. που εκφράζει ονειροπόληση: Ονειροπόλο βλέμμα.

[λόγ. < αρχ. ὀνειροπόλος `ερμηνευτής ονείρων΄ (ελνστ. επίθ.: `που ανήκει στα όνειρα΄) κατά την εξέλ. της σημ. του ονειροπολώ, σημδ. γαλλ. rêvasseur]

ονειροπολώ [oniropoló] Ρ10.9α : κάνω όνειρα και, επηρεασμένος από αυτά, ζω σε ονειρική κατάσταση μακριά από την πραγματικότητα: Ονειροπολεί ξαπλωμένος στην πολυθρόνα του. Συλλογιέται την αγαπημένη του και ονειροπολεί.

[λόγ. < αρχ. ὀνειροπολῶ `ονειρεύομαι, εξαπατώ με όνειρα΄ σημδ. γαλλ. rêver, rêvasser]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες