Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όβολο το [óvolo] Ο41 : (λαϊκότρ.) 1. (συνήθ. πληθ.) το χρήμα. 2. η πεντάρα.
[μσν. όβολον < αρχ. διώβολον `νόμισμα δύο οβολών΄ < δι- + ὀβολός ὁ με νέα ανάλυση: δι- + όβολον]
- οβολός ο [ovolós] Ο17 : 1α. υποδιαίρεση (το ένα έκτο) της αρχαίας αττικής δραχμής. β. (λόγ.) η πεντάρα. 2. (μτφ.) για μικρό χρηματικό ποσό που συνήθ. προσφέρεται ως βοήθημα σε κπ.: Δώστε τον οβολό σας. Ρίχνετε στο κουτί τον οβολό σας για τους φτωχούς. Ο ~ της χήρας*.
[λόγ. < αρχ. ὀβολός]