Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψωνίζω
1 εγγραφή
ψωνίζω [psonízo] -ομαι στις σημ. 1, 2β Ρ2.1 : 1.αγοράζω (από κατάστημα) κτ. που χρησιμεύει για διάφορες τρέχουσες καθημερινές ανάγκες (τρόφι μα, ενδύματα κτλ.)· αγοράζω, παίρνω: Ψώνισα κρέας, φρούτα και ψωμί. Ψωνίσαμε καινούρια ρούχα. ΦΡ ~ καβάλα / από σβέρκο, (ειρ.) αποτυχαί νω σε μια αγορά από δική μου υπαιτιότητα (αφέλεια ή απειρία). (λαϊκ.) την ~, τρελαίνομαι (κυριολ. και μτφ.) || (παθ.) ψωνίζω πράγματα συνήθ. αποκλειστικά για τον εαυτό μου: Aπό πού ψωνίζεσαι; Πήγαμε στην αγορά και ψωνιστήκαμε. 2α. (προφ.) παρασέρνω κπ., με τέχνασμα ή προσποίηση, σε άστοχη, εσφαλμένη ενέργεια. β. (λαϊκ.) ξεγελώ, καταφέρνω να παρασύρω κπ. σε διασκέδαση ή εφήμερη ερωτική σχέση. ΦΡ πού την ψώνισες αυτή;, πού τη βρήκες; || (παθ.) για πόρνες, εκδίδομαι: Ψωνίζεται σχεδόν κάθε βράδυ στην Πολυτεχνείου.

[μσν. ψωνίζω ενεργ. του ελνστ. ὀψωνίζομαι `προμηθεύομαι΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < οψών(ιον δες ψώνιο) -ίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες