Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψυχαγωγω
1 εγγραφή
ψυχαγωγώ [psixaγoγó] -ούμαι Ρ10.9 : προκαλώ σε κπ. ψυχική και πνευματική ευχαρίστηση, τον διασκεδάζω μέσα από μια διαδικασία που ικανοποιεί κάποιες ανώτερες ψυχικές και πνευματικές ανάγκες: Tο θέατρο δε μας διασκεδάζει απλώς· μας ψυχαγωγεί και μας διδάσκει.

[λόγ. < ελνστ. ψυχαγωγῶ, αρχική σημ.: `ανακαλώ τις ψυχές των νεκρών΄ (αρχ. σημ.: `δελεάζω΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες