Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψιμύθιο το [psimíθio] Ο40 : (λόγ., ειρ.) κρέμα και γενικότερα κάθε καλλυντικό που χρησιμοποιείται για τον καλλωπισμό του προσώπου· φτιασίδι.
[λόγ. < αρχ. ψιμύθιον]