Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψιλο-
1 εγγραφή
ψιλο- [psilo] & ψιλό- [psiló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. (σε σύνθετα επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει πολύ λεπτό, με μικρό πάχος αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· λεπτο-. ANT χοντρο-: ψιλόπετσος, ψιλόφλουδος. 2. για τέχνη και γενικά εργασία λεπτή, δύσκολη που συνεπάγεται ιδιαίτερη προσοχή και ακρίβεια· λεπτο-. ANT χοντρο-: ~δουλειά· ~δουλεμένος, ~καμωμένος. 3. (σε σύνθετα ρήματα) για να δηλώσει ότι γίνεται σιγά σιγά, με αργό ρυθμό η ενέργεια που εκφράζει το β' συνθετικό· σιγο-: ~βρέχει, ~μουρμουρίζω, ~τραγουδώ. 4. με υποκοριστική λειτουργία δηλώνει ότι: α. (σε σύνθετα ουσιαστικά) είναι μικρό, ασήμαντο αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· μικρο-: ~απορία, ~διόρθωμα, ~ερώτημα, ~ζημιά, ~καβγάς. β. (σε σύνθετα ρήματα) γίνεται, ισχύει σε μικρό βαθμό, λίγο αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~δουλεύω· ~κρυωμένος. 5. επιτατικά για επανάληψη της ενέργειας του ρήματος του β' συνθετικού: ~εξετάζω, ~ρωτώ. || για συχνή επανάληψη της ενέργειας του ρήματος που υπάρχει ως β' συνθετικό με αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών μικρών κομματιών ή κόκκων: ~κόβω, ~κοπανίζω· ~κομμένος, ~κοπανισμένος.

[θ. του επιθ. ψιλ(ός) -ο-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες