Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαλτήρι
2 εγγραφές [1 - 2]
ψαλτήρι το [psaltíri] Ο44 : 1.εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τους ψαλμούς· ψαλτήριο. 2. ο χώρος στο εσωτερικό της εκκλησίας που προορίζεται για τους ψάλτες. 3. (προφ.) για λόγια (επιτιμήσεις, συμβουλές κτλ.) που είναι βαρετά και επαναλαμβάνονται: Mην αρχίζεις πάλι το ίδιο ~.

[ελνστ. ψαλτήριον `το βιβλίο των Ψαλμών΄, αρχ. σημ.: `έγχορδο όργανο, μικρή άρπα΄ με αποφυγή της χασμ.]

ψαλτήριο το [psaltírio] Ο40 : εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τους ψαλμούς· ψαλτήρι1.

[λόγ. < ελνστ. ψαλτήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες