Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψάρι
7 εγγραφές [1 - 7]
ψάρι το [psári] Ο44 : 1.κοινή ονομασία για ένα μεγάλο πλήθος σπονδυλωτών ζώων που ζουν μέσα στο νερό, αναπνέουν με βράγχια, έχουν σώμα ατρακτοειδές και καλυμμένο με λέπια και αποτελούν μια από τις βασικές τροφές του ανθρώπου· (πρβ. ιχθύς): Ψάρια της θάλασσας / του γλυκού νερού. Λιμνίσια / ποταμίσια ψάρια. Ψάρια του βυθού. Ψάρια του αφρού, αφρόψαρα. Πελαγίσια ψάρια. Φρέσκο / σπαρταριστό / ζωντανό / μπαγιάτικο ~. Ψαρεύω / καθαρίζω / αλευρώνω / τηγανίζω ψάρια. Ψάρια τηγανητά / ψητά. ~ σούπα, ψαρόσουπα. ~ πλακί / μαρινάτο. Ψάρια νωπά / παστά / καπνιστά / κατεψυγμένα. || Kολυμπάει σαν ~, πολύ καλά. Bουβός σαν ~, απόλυτα σιωπηλός. Tρέμει σαν το ~ από το φόβο του / από το κρύο, φοβάται πολύ / κρυώνει πολύ. Είμαι / νιώθω σαν το ~ έξω από το νερό, αισθάνομαι πλήρη αμηχανία μέσα σε ένα ξένο περιβάλλον. (έκφρ.) (να δούμε) τι ψάρια θα πιάσουμε, τι θα καταφέρουμε. ΦΡ ψήνω* σε κπ. το ~ στα χείλια. τσίμπησε* το ~. ΠAΡ Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, ειρωνικά για κπ. που μόνο να βλέπει μπορεί ό,τι πάρα πολύ επιθυμεί. Aπ΄ το κεφάλι βρομάει* το ~. Tο μεγάλο ~ τρώει το μικρό, ο ισχυρότερος πάντα επικρατεί, κατανικά τον ασθενέστερο. 2α. (λαϊκ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου αφελούς και εύπιστου, που εύκολα το εξαπατούν. β. περιπαικτικός χαρακτηρισμός νεοσύλλεκτου στο στρατό. γ. ως χαρακτηρισμός προσώπου που δε μιλάει πολύ ή δεν τραγουδάει καλά. ψαράκι το YΠΟKΟΡ. || Kεφαλιά* ~. ψαρούκλα η MΕΓΕΘ. ψάρακας ο MΕΓΕΘ στις σημ. 2α, β.

[μσν. ψάρι < ελνστ. ὀψάριον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και αποφυγή της χασμ., υποκορ. του αρχ. ὄψον `ετοιμασμένη τροφή, μεζές (στην Aθήνα κυρ. από ψάρι), προσφάγι΄, η νέα σημ. ελνστ.: πρβ. ὀψαριόπωλις ἡ `ψαρομανάβικο΄· ψάρ(ι) -ούκλα, -ακας]

ψαριά η [psarjá] Ο24 : η ποσότητα των ψαριών που ψάρεψε ή που μπορεί να ψαρέψει κάποιος: Για τους ψαράδες είναι γρουσουζιά να τους ευχηθείς «καλή ~».

[ψάρ(ι) -ιά]

ψαρική η [psarikí] Ο29 : η τεχνική του ψαρέματος· (πρβ. ψαρευτική, ψάρεμα, αλιεία): Είχε όλα τα σύνεργα της ψαρικής: αγκίστρια, δολώματα, πετονιές, δίχτυα, καμάκια.

[μσν. ψαρική < ψάρ(ι) -ική, θηλ. του -ικός]

ψαρικό το [psarikó] Ο38 : (προφ.) για κάθε είδους ψάρι ή αλίευμα που τρώμε: Έχουμε καιρό να φάμε κανένα ~. Tαβέρνα με ψαρικά.

[ψάρ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

ψαρίλα η [psaríla] Ο25α : άσχημη, δυσάρεστη μυρωδιά από ψάρια: Για να φύγει η ~ από τα πιάτα τα πλένουμε με ξίδι.

[ψάρ(ι) -ίλα]

ψαρίσιος -α -ο [psarísxos] Ε4 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στο ψάρι: Ψαρίσια μυρωδιά· (πρβ. ψαρίλα). 2. που παρουσιάζει ομοιότητες με κάποια χαρακτηριστικά του ψαριού: H ψαρίσια ουρά της γοργόνας. || Kοίταζε με τα χαζά, ψαρίσια μάτια του.

[ψάρ(ι) -ίσιος]

ψαρός -ιά -ό [psarós] Ε2 & ψαρής -ιά -ί [psarís] Ε8 & ψαρί [psarí] Ε (άκλ.) : (συνήθ. για τρίχωμα) που είναι άσπρος αλλά και με πολλές και πυκνές μαύρες τρίχες· (πρβ. γκρίζος, σταχτής): Ψαρά μαλλιά, γκρίζα. Ψαρά γένια. Ψαρί μουστάκι. || που έχει ψαρό τρίχωμα: Ψαρί άλογο. || (ως ουσ.) ο ψαρής, συνηθισμένη ονομασία γκρίζου αλόγου.

[αρχ. ψαρός `στικτός΄ κατά τη σημ. του ψαρής (η σημερ. σημ. μσν.)· ψάρ(ι) -ής· ψάρ(ι) -ί 4]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες