Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χωρατ
3 εγγραφές [1 - 3]
χωρατατζής ο [xoratadzís] Ο8 θηλ. χωρατατζού [xoratadzú] Ο37 : (οικ.) αυτός που του αρέσει να λέει ή να κάνει χωρατά: Ένας αδιόρθωτος ~.

[χωρατ(ό) -ατζής· χωρατατζ(ής) -ού]

χωρατεύω [xoratévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) 1. λέω ή κάνω χωρατά: Tου αρέσει να χωρατεύει. 2. (με αρνητ. πρότ.) αστειεύομαι. α. είμαι αυστηρός, δεν κάνω υποχωρήσεις: Nα ΄ρθεις στην ώρα σου στο γραφείο, γιατί ο νέος διευθυντής δε χωρατεύει. β. για κτ. που παρουσιάζεται με ιδιαίτερη ένταση: Δε χωρατεύει το κρύο σήμερα, είναι πολύ δυνατό. Ο ωκεανός δε χωρατεύει, είναι επικίνδυνος.

[< χωραϊτεύω με αποβ. του ημιφ. < χωραΐτ(ης < χώρ(α) -αΐτης) `κάτοικος της χώραςI2΄ (δηλ. της πόλης, που σε αντίθεση με το χωριάτη είναι έξυπνος και καταλαβαίνει από αστεία) -εύω (σύγκρ. χωριάτης2 και αρχ. ἀστεῖος `εκλεπτυσμένος, έξυπνος΄ < ἄστυ (δηλ. κάτοικος πόλης και όχι χωριάτης))]

χωρατό το [xorató] Ο38 : (λαϊκότρ.) αστείο, άκακο πείραγμα: Έξυπνο / χοντροκομμένο ~. Έκανα ένα ~ κι εσύ θύμωσες. Άρχισαν τα γέλια και τα χωρατά.

[χωρατ(εύω) -ό (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες