Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρόνο
26 εγγραφές [1 - 10]
χρονο- 1 [xrono] & χρονό- [xronó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & χρον- [xron], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό έχει σχέση με το χρόνο, αφορά το χρόνο: ~επίδομα, χροναξία, ~απόσταση· ~ντούλαπο· (φυσ.) χρονόχωρος. 2. συμπληρώνει τη ρηματική έννοια αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: χρονόμετρο, ~σκόπιο· ~λογώ, ~μετρώ, ~τριβώ· ~λόγηση, ~μέτρηση, ~τρι βή.

[λόγ. < αρχ. χρον(ο)- θ. του ουσ. χρόνο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. χρο νο-τριβῶ & γαλλ. chrono- < αρχ. χρονο-: χρονο-λογία, χρονό-μετρο < γαλλ. chrono logie, chronomètre & μτφρδ.: χρονο-διάγραμμα < αγγλ. time table]

χρονο- 2 : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο χρονογράφημα: ~γράφος· ~γραφώ· ~γραφικός.

[λόγ. < ελνστ. χρονο- (δες χρονο- 1): ελνστ. χρονο-γράφος]

χρονοβόρος -α -ο [xronovóros] Ε4 : για κτ. που η εκτέλεσή του, η ολοκλή ρωσή του απαιτεί πολύ χρόνο: Xρονοβόρο έργο / πρόγραμμα. Xρονοβό ρες διαδικασίες.

[λόγ. χρονο- 1 + -βόρος κατά το αιμοβόρος μτφρδ. αγγλ. time-consuming]

χρονογράφημα το [xronoγráfima] Ο49 : είδος πεζογραφήματος που δημοσιεύεται στον ημερήσιο ή περιοδικό τύπο, που αντλεί τα θέματά του από την επικαιρότητα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και που είναι γραμμένο σε τόνο χιουμοριστικό, συμβουλευτικό, δηκτικό ή επικριτικό.

[λόγ. χρονογραφη- (χρονογραφώ) -μα (δες χρονικό3)]

χρονογραφία η [xronoγrafía] Ο25 : 1.μορφή ιστοριογραφίας που καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στο Bυζάντιο, γραμμένη σε λαϊκή γλώσσα για να είναι κατανοητή από τον αμόρφωτο αναγνώστη, και που αφηγείται με χρονολογική σειρά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας, χωρίς όμως να γίνεται έλεγχος των πηγών και να αντιμετωπίζονται κριτικά τα γεγονότα. 2. η συγγραφή χρονογραφημάτων.

[λόγ. < ελνστ. χρονογραφία]

χρονογραφικός -ή -ό [xronoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη χρονογραφία ή στο χρονογράφο. χρονογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. χρονογρα φ(ία), χρονογράφ(ος) -ικός]

χρονογράφος ο [xronoγráfos] Ο18 θηλ. χρονογράφος [xronoγráfos] Ο35 : 1.αυτός που έγραψε μια χρονογραφία. 2. αυτός που γράφει χρονογραφήματα.

[λόγ.: 1: ελνστ. χρονογράφος· 2: σημδ. γαλλ. chroniqueur (δες χρονικό3)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

χρονογραφώ [xronoγrafó] Ρ10.9α : γράφω χρονογραφήματα: ~ σε πρωι νή εφημερίδα.

[λόγ. < ελνστ. χρονογραφῶ `συμπιλώ χρονογραφία΄ κατά τη σημ. του χρονογράφος2]

χρονοδιάγραμμα το [xronoδiáγrama] Ο49 : διάγραμμα που παρουσιάζει τη χρονική σειρά που θα ακολουθήσουν τα διάφορα στάδια ενός έργου και τα χρονικά όρια, μέσα στα οποία πρέπει να ολοκληρωθούν.

[λόγ. χρονο- 1 + διάγραμμα μτφρδ. αγγλ. timetable]

χρονοδιακόπτης ο [xronoδiakóptis] Ο10 : μηχανισμός που βάζει σε λειτουργία ή που διακόπτει αυτόματα τη λειτουργία μιας μηχανής ή μιας συσκευής: Hλεκτρικός θερμοσίφωνας με χρονοδιακόπτη.

[λόγ. χρονο- 1 + διακόπτης μτφρδ. αγγλ. time switch]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες