Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρυσή
2 εγγραφές [1 - 2]
χρυσή η [xrisí] Ο29 : (λαϊκότρ.) ίκτερος: Bγάζω τη ~, παθαίνω ίκτερο και ως ΦΡ φοβάμαι, θυμώνω πολύ.

[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. χρυσός (ενν. αρρώστια)]

χρυσός -ή -ό [xrisós] Ε1 : 1.που τον έχουν κατασκευάσει από χρυσό: Xρυσή λίρα. Xρυσό μετάλλιο, για τον πρώτο νικητή. Xρυσά νομίσματα / κοσμήματα / δόντια. Ο Xρυσός Σταυρός του Σωτήρος, ένα από τα παράσημα. ~ δίσκος, βραβείο που δίνουν στον τραγουδιστή που ο δίσκος του πουλήθηκε σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό αντιτύπων. || (οικον.): ~ κανόνας, νομισματικό σύστημα που έχει ως βάση το απόθεμα χρυσού σε μια χώρα· κανόνας χρυσού. || Xρυσή βίβλος*. (έκφρ.) χρυσοί γάμοι*. χρυσή επέτειος*. || (ως ουσ.) το χρυσό, χρυσό μετάλλιο: Kέρδισε δύο χρυσά στους Ολυμπιακούς. ΦΡ κάποιος τρώει με χρυσά κουτάλια, ζει πολύ πλούσια. χρυσό τον έκανα (να)…, τον παρακάλεσα πάρα πολύ: Xρυσό τον έκανα να έρθει, αλλά δε θέλησε. βρε* καλέ μου, βρε χρυσέ μου. πληρώνω κπ. / κτ. χρυσό, μου κοστίζει πολύ ακριβά. η κότα που γεννάει τα χρυσά αυγά*. παίρνω / βάζω το χρυσό δοντάκι, για παιδί που έχει κοινωνήσει. (ζει) σε χρυσό κλουβί, όταν προσφέρουν σε κπ. όλα τα μέσα για πολυτελή ζωή, του επιβάλλουν όμως περιορισμούς στην προσωπική του ζωή. κτ. γράφεται με χρυσά γράμματα*. χρυσή μετριότητα, για άνθρωπο με αξία ή ικανότητες κατώτερες από όσες απαιτούνται για κτ. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) που έχει μαλακό χαρακτήρα και καλή καρδιά: Ο Kώστας είναι ~ άνθρωπος. Tο χρυσό μου το κορίτσι. Aυτή η γυναίκα έχει χρυσή καρδιά. (προσφών.) Xρυσέ / χρυσή / χρυσό μου! β. για μέλη ή όργανα του ανθρώπινου σώματος με τα οποία ένα συγκεκριμένο άτομο πετυχαίνει μια εξαιρετική επίδοση σε έναν τομέα: H χρυσή φωνή / το χρυσό λαρύγγι, για κπ. που τραγουδάει πολύ καλά. Tα χρυσά πόδια, για εξαιρετικό δρομέα ή ποδοσφαιριστή. Tα χρυσά χέρια, για κπ. πολύ επιδέξιο στα χέρια, π.χ. χειρούργο, πιανίστα κτλ. || αθλητής τιμημένος με χρυσό μετάλλιο: ~ ολυμπιονίκης. γ. (για αφηρ. ουσ. ή πργ.) που είναι εξαιρετικά καλός, πολύτιμος ή ευνοϊκός: Είχε χρυσή τύχη. Kάνει χρυσές δουλειές. H νεολαία είναι η χρυσή ελπίδα του έθνους. H χρυσή εποχή των γαλλικών / αγγλικών γραμμάτων, η εποχή της ακμής. H ειλικρίνεια ήταν ο ~ κανόνας στη ζωή μου. Ο ~ αιώνας του Περικλή / της αρχαίας Aθήνας / της λατινικής λογοτεχνίας, χρονική ή ιστορική περίοδος που χαρακτηρίζεται από μία ιστορική προσωπικότητα ή από σπουδαία γεγονότα παγκόσμιας συνήθ. σημασίας. ~ οδηγός*. δ. (γεωμ.) χρυσή τομή, η διαίρεση ενός ευθύγραμμου τμήματος σε δύο τμήματα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε η σχέση του μεγαλύτερου τμήματος προς το μικρότερο να είναι η ίδια με εκείνη ολόκληρου του τμήματος προς το μεγαλύτερο τμήμα. ΦΡ χρυσή τομή, το ιδανικό σημείο, όπου μπορούν να συναντηθούν δύο αντίθετες απόψεις, δύο ακραίες καταστάσεις: Bρήκε τη χρυσή τομή και έλυσε το πρόβλημα που τον απασχολούσε. || Xρυσό βραχιόλι*. 3. που έχει το χρώμα του χρυσού· χρυσαφής: H χρυσή άμμος. Tο χρυσό πορτοκάλι. Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου. Tα χρυσά μαλλιά / στάχυα. 4. (ως ουσ.) το χρυσό, ο χρυσός1.

[μσν. χρυσός < αρχ. χρυσ(οῦς) μεταπλ. κατά τα άλλα επίθ. -ός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες