Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χροιά
1 εγγραφή
χροιά η [xriá] Ο24 : 1α.απόχρωση: H ~ της επιδερμίδας / του προσώπου του είναι υποκίτρινη. β. το γνώρισμα ενός ήχου που μας επιτρέπει να τον διακρίνουμε από έναν άλλο που έχει την ίδια οξύτητα και ένταση. 2. (μτφ.) για έννοια που διατυπώνεται μάλλον υπαινικτικά παρά άμεσα: Έδωσε στο λόγο του πολιτική ~. Tα λόγια του είχαν μια ~ απειλής / ειρωνείας.

[λόγ.: 1α: αρχ. χροιά· 1β, 2: σημδ. γαλλ. ton]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες